“Ελιά στο πέλαγος”, το αρτιγέννητο βιβλίο της Φωτεινής Φραγκούλη. Βιβλίο σπιρτόκουτο με έντεκα σπίρτα έτοιμα να φλογίσουν την ψυχή όπως ένα παιδικό φανάρι. Ιστορίες λιτές, ελάχιστες, με πλοκή στοιχειώδη αλλά όχι ασήμαντη. Υπάρχουν όπως οι πυγολαμπίδες, με την ευεργεσία του ελάχιστου λύχνου μέσα στο σκοτάδι. Λειτουργούν ως φωτογραφίες, αιχμαλωτίζουν την ομορφιά της καθημερινότητας, για να το φωνάξουν ως ένα είδος σιωπηλής ευαγγελίας πως αυτή είναι δίπλα μας, στο κάθε βήμα, στην κάθε ανάσα, πως τη χτίζεις από τον όρθρο μέχρι το σύθαμπο. Και τη νύχτα. Ειδικά τη νύχτα, τότε που τα δέντρα περπατάνε, φτάνουν ίσαμε τη θάλασσα, ταξιδεύουν μέσα της, πλέουν ως καράβια δίχως να βυθίζονται.
Σκοτάδι γύρω μας. Ποιο σκοτάδι. Η μη ιερότητα της πραγματικότητας. Η ανέγγιχτη ομορφιά. Η ελιά στο πέλαγο που την αξιώνονται οι μυημένοι. Ποιοι οι μυημένοι; Οι εναπομείναντες, που συνεχίζουν να βλέπουν με τα ομηρικά μάτια της ψυχής, να ακούν με τα αυτιά της.
Τι λανθάνει μέσα στο κάθε παραμύθι; Η ομορφιά, η καλοσύνη, η απλότητα, η εγγύτητά τους στην πραγματική ζωή, αυτή που την αγγίζεις και με τα δυο σου χέρια. Τα παραμύθια της Φωτεινής από το πρώτο-πρώτο, “Το χωραφάκι της αγάπης”, ως την τελευταία συλλογή χτίζονται πάνω σε δυο ρήματα, παρωχημένα σήμερα, αν όχι εξοστρακισμένα, μέσα στο ρυθμό που έχουμε δαμαστεί να υπηρετήσουμε. Ρήματα που συνιστούν μια στάση ζωής για εκείνον που έχει σκοπό να τη ζήσει τη ζωή του και όχι να την αφήσει να του γλιστρήσει ως άμμος από τα χέρια. Αν φανταστώ όλο το έργο της ως ένα πουλί που πετώντας έρχεται κοντά μας, το ένα του φτερό είναι το ρήμα “αφουγκράζομαι”, το άλλο το “αγναντεύω”. Πρόκειται λοιπόν για ένα ρεμβασμό της ζωής, για το ρήμα “αγροικώ” που η σημασία του εκτείνεται από το “αντιλαμβάνομαι” ως το “προαισθάνομαι” και “διαισθάνομαι”, νιώθω επομένως και συλλαμβάνω σε βάθος. Άρα αφήνομαι να συληθώ από την ομορφιά της πραγματικότητας.
Αν ποίηση είναι η ακρόπλωρη γοργόνα, αυτό το κάλεσμα και η έκκληση συνάμα, το εμπειρίκειο “πάρε τη λέξι μου δώσε μου το χέρι σου”, τότε τα παραμύθια της Φωτεινής Φραγκούλη υπάρχουν με τον ίδιο τρόπο που υπάρχει και αυτή. γίνονται το “πάρε την ψυχή μου, δώσε μου τη δική σου”.
Από την πρώτη ιστορία εισέρχεται ο ποιητής των παραμυθιών, αυτός ο μεσάζων μεταξύ του κόσμου των ορατών και των αοράτων, που του μιλούν τα όνειρά του, τα παιδιά, οι νεράιδες, τα δέντρα, τα αστέρια, οι ίδιες οι λέξεις. Ζει εν σιωπή σ” ένα σπιτάκι στο δάσος, παίρνει τις αλήθειες και τις κάνει πιο αληθινές, έχει κοντά του το Μαντατοπούλι, αυτό που στέλνει τις ιστορίες του στους ανθρώπους.
Ο ποιητής αυτός ακούει τα δέντρα που φωνάζουν απεγνωσμένα για φως και αέρα, όπως και οι άνθρωποι, οπλίζεται με υπομονή για να αντέξει και αντέχει και ψηλώνει και φτάνει στο φως, τρέχει να σώσει ένα μικρούλι λύχνο, ένα ψαράκι δηλαδή, διασώζοντας μια πράξη καλοσύνης, όταν όλα τούτα φαντάζουν στον ατομικισμό του σήμερα μάταια ή γραφικά. Εκείνος όμως συνεχίζει να μη βλέπει τίποτα το ονειροπαρμένο σε αυτή την κίνηση, που είναι πάνω από όλα μια στάση ζωής ποιητική, ένα άλμα, και αρκεί μια μικρούλα χαραμάδα απ' το φως αυτό να μπει και το φως καρπίζει. Διασώζει τον ένα λύχνο και όλοι νιώθουμε ότι μέσα από αυτό το ελάχιστο διασώζεται η ανθρωπιά στον κόσμο.
Βλέπει το ένα κορίτσι να ξεχνιέται μπροστά στη θάλασσα. Ένα φεγγάρι ολόγιομο την κάνει να λησμονήσει το χρόνο και τον τόπο. Το κορίτσι αφουγκράζεται τη στιγμή, αγναντεύει την ομορφιά, χτίζει τη μέσα της γαλήνη. Οι υπόλοιποι συνεχίζουν να θορυβούν, να μη βλέπουν, να μην ακούουν. Κάποια στιγμή την αντιλαμβάνονται και στέκονται. Συναισθάνονται την ομορφιά που έχαναν τόσες ώρες, τόσες ζωές. Έστω και στο τέλος την ακουλουθούν σ' αυτό το ταξίδι της σιωπής που γίνεται έπειτα και δικό τους ταξίδι.
Ένα άλλο κορίτσι περιμένει. Προσδοκά ένα δώρο που άργησε. Φαίνεται να μην πιστεύει ότι δε θα έρθει. Το δώρο πράγματι έρχεται, και η καθυστέρηση δεν είναι πάντα για κακό. Είναι η παραμυθιακή δοκιμασία για να λάβεις το δώρο όταν δεν το περιμένεις, συνεχίζεις όμως με υπομονή να το προσμένεις.
Ένα καλοκαίρι στο κεφάλι, όταν ο χειμώνας έχει βυθίσει την ψυχή σε ένα ασήκωτο σκοτείνιασμα. Ένα αγόρι, ο Χαραλάμπης, κρατώντας την ελπίδα, φυλαχτό πολύτιμο, μέσα στο κεφάλι. Κόντρα στον αντίξοο καιρό και πέρα από τις ισοπεδωτικές λογικές των ενηλίκων. Με γενναιότητα. Αν φύγει αυτή η ελπίδα από την καρδιά ούτε το πραγματικό καλοκαίρι θα έρθει.
Ένα χελιδόνι αποποιείται την αποδημητική πορεία που υπαγορεύει η λογική της φύσης. Αποφασίζει ερήμην των άλλων να χτίσει τη δική του θέληση. Παραμένει μες στο χειμώνα στη φωλιά που αγάπησε. Ένας άντρας μαλακώνει σαν πουλί και το αγκαλιάζει. Γιατί “η καρδιά παίζει ρόλο στις αποφάσεις μας” λέει ο ποιητής των παραμυθιών. Και “η άνοιξη φώλιαζε στην καρδιά μες στην παγωνιά”.
Οι ώρες δε χάνονται, ψιθυρίζει ο ποιητής. Γιατί έχουν μέσα τους το ωραίο και το ώριμο. Και πρέπει να περάσει κανείς ώρες, που ίσως να φαίνονται χαμένες, για να ζήσει αυτό το ωρίμασμα του ωραίου που γεννιέται από αυτό το σκοτάδι που προηγήθηκε. Οι χαμένες ώρες υπάρχουν ως σκοτάδι, είναι όμως το χώμα που τρέφει τις ρίζες.
Ένας Σωτήρης μικρός που καλπάζει η φαντασία του, που την έχει για σωσίβιο και για παρηγοριά. Ένα δέντρο, μια ελιά, να τον ακολουθεί μεσοπέλαγα, να είναι εκεί για εκείνον, όσες φουρτούνες και αν του τύχουν, να τον αγκαλιάζει τρυφερά με τα λόγια του. Μια πραγματικότητα που μετριέται με τη φαντασία και την ξεπερνά.
“Ξέρω” έλεγε ο Ελύτης, “πως [...] η γλώσσα που μιλώ δεν έχει αλφάβητο /Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική που την /αποκρυπτογραφείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας”.
Και τη μοιράζεις, όπως το κάνουν τα παραμύθια της Φωτεινής, γιατί “κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς /Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες”, γράφει ο ποιητής στο Μονόγραμμα, “[...]/Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, [...] /Μες στη μέση της θάλασσας /Από μόνο το θέλημα της αγάπης”.
Κλείνοντας. Δέντρα κι άνθρωποι ανάμεσά τους, κάθε κλαδί και καρδιά, και πουλιά ανάμεσά τους και φωλιές και μια θάλασσα γύρω τους, μεγαλώνουν τα δέντρα με υπομονή, ζητάνε το φως και τον αέρα, για ν΄ αντέξουν, οι άνθρωποι ονειρεύονται, δεν είναι ονειροπαρμένοι αλλά ονειροπόλοι, δε μένουν αδρανείς κλεισμένοι μες στα όνειρά τους, αλλά πασχίζουν, κρατάνει το καλοκαίρι στο κεφάλι, τρέχουν μ' ένα λύχνο σε μια σακούλα να τον σώσουν, αλλάζουν τη ζωή τους για ένα χελιδόνι, μεγαλώνουν διασώζοντας το παιδί μέσα τους, ρεμβάζουν την ομορφιά μέσα στη φεγγαρόστρατα, ταξιδεύουν ως το πλησίασμά της, οι ώρες τούτες δεν χάνονται, μονάχα ωριμάζουν, τα δέντρα μιλάνε στα παιδιά και τα παιδιά στα δέντρα, μια ελιά συντροφεύει τη ζωή τους, ποτέ δεν είναι μόνοι, έχουν μαζί τους τα όνειρά τους, ασπίδα στα μεσοπέλαγα της ζωής.
υστερόγραφο:
Ένα κορίτσι της Α' Γυμνασίου έγραψε ένα μικρό κείμενο -δίχως άλλη πέρα από την εσωτερική της παρόρμηση- που, αν και φαίνεται ότι αφορά στους “Αγγέλους των κοχυλιών”, θα μπορούσε να σταθεί ως το οπισθόφυλλο όλων των βιβλίων της Φωτεινής Φραγκούλη, και αυτό γιατί οι ήρωές της μεταμορφώνονται, δανείζονται ρόλους, επιστρέφουν. Το μικρό τούτο κορίτσι, η Ελένη Μπέκιου, γράφει:
“Μια κόκκινη κλωστή ενώνει το μισό πιθάρι με τους αγγέλους των κοχυλιών. Αέρας ταξιδεύει την κόκκινη κλωστή στα κλαδιά της ανθισμένης κυδωνιάς, στα φιδολούλουδα. Έκπληκτοι παρακολουθούν το ταξίδι της ο γάιδαρος με τα μικρά αυτιά, τα έναστρα σκαντζοχοιράκια και ο μικρός Αχιλλέας. Πεταλούδες την τεντώνουν για να χορέψει πάνω της η Καλημέρα και ο Αντώνης. Βρέχει αλμυρή βροχή. Ο Λημνιός ναυτικός μαζεύει την κόκκινη κλωστή και την περνάει μέσα από μαύρα μαργαριτάρια, για να στολίσει το λαιμό της άσπρης χήνας του. Η χήνα ταξιδεύει στη λύπη και τη χαρά με τις λέξεις και συναντά εσάς και τα νησιά Κοχύλια με τα πολύτιμα μυστικά τους”.
Όλγα Ντέλλα
Απρίλιος 2016
http://fractalart.gr/elia-sto-pelagos-2/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου