Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017

Η Λέσβος της ψυχής της

 


"Ότι κραταιά ως θάνατος αγάπη...."


Άκουγε μόνο τα βήματά της στο καλντερίμι. Το μικρό ορεινό χωριό έμοιαζε ακατοίκητο. 10 Ιουλίου και ώρα 10 το πρωί. Τα τζιτζίκια συνόδευαν μονότονα το βηματισμό της. Τα πουλιά στις καρυδιές κελαηδούσαν αμέριμνα. Ήσυχα που ήταν όλα, σαν κάποιος να κοιμόταν και δεν έπρεπε να ξυπνήσει. Υπόβαλε η ατμόσφαιρα τα βήματά της να γίνουν αλαφροπάτημα.

Στις μύτες λοιπόν έτσι λοιπόν μπήκε στον αυλόγυρο της εκκλησίας. Οι ψαλμωδίες διακριτικά την υποδέχτηκαν λίγο πιο πριν. Η βρύση στην αυλή έτρεχε γάργαρο νερό. Αστραπιαία κατακλύσθηκε από οικίες εικόνες, αγαπημένες, του παρελθόντος. Με τον ίδιο ρυθμό του νερού, η ανάδυση της μνήμης.

Σ' αυτό το χώρο από παιδί είχε να έρθει και όλα μέσα της νωπά, φρεσκότατα. Ο χρόνος, λοιπόν, τρέχει σαν νερό. Και πάλι διάβαζε την μεταφορά, ως κυριολεξία.


Μπήκε στην εκκλησία. Μικρή, μυρωδάτη, ένσαρκη αγκαλιά. Τριγύρω μάτια υγρά και συγκίνηση πηχτή. Κατάμεστη η εκκλησία. Όλοι, ήταν εκεί.

Ο παπάς, συμμαθητής του νεκρού, έψελνε πολύ συγκινημένος. Ο νεκρός, άνθρωπος καλός, έντιμος με ωραίο κύκλο ζωής αλλά όχι και πολύ μεγάλο. Με το υστέρημα σπούδασε και πρόκοψε. Έζησε στην ξενιτιά και δίδαξε σε ξένα πανεπιστήμια. Ευεργέτησε το χωριό, τους συγχωριανούς, τα παιδιά. Με διακριτική αρχοντιά, το χωριατόπαιδο, με έργα πολλά και λόγια λίγα.

Μπαινόβγαινε ο παπάς στην Ωραία Πύλη. "Πάντα ματαιότης τα ανθρωπινά....". Ως κύματα έσπρωχναν τα σπλάχνα της, τη δική της μικρή πύλη ασφαλείας, στη μέση ακριβώς του στέρνου της. Κύματα ανέβαιναν με δύναμη ανεξέλεγκτη. Ο παπάς άρχισε τον επικήδειο. Λόγια απλά, κατανοητά, εύστοχα. Ένιωσε τότε εκείνη τα κύματα να γίνονται ένας λυτρωτικός σπασμός που παραβίασε την πύλη ασφαλείας της και άρχισε να κλαίει. Βρύσες τα μάτια της.

Έκλαιγε εύκολα από μικρή με τα τραγούδια, τις ταινίες, τα βιβλία, με τα πάθη των άλλων. Μεγαλώνοντας άλλαξε. Για τα δικά της βάσανα απέκτησε μια αριστοκρατική αυτοσυγκράτηση. Και νάτη τώρα εκεί, στο εκκλησάκι του Βαφειού. Μάζεψε ο χρόνος και ο τόπος ό,τι είχε και με τρυφερότητα της χάιδεψε τα μαλλιά και της επέτρεψε να κλάψει για τη ζωή της. Για τα δικά της. Ήταν παφλασμός δακρύων και τρόμαξε. Ήταν και η ζέστη αποπνικτική.

Βγήκε στη βρύση να πλυθεί. Το κρύο νερό τη συνέφερε λίγο. Τότε ένοιωσε στην πλάτη της δύο βέλη βουτηγμένα στο μέλι. Ήταν τα μάτια του καρφωμένα πάνω της.

Τον είχε δει μπαίνοντας στη εκκλησία, με την άκρη του ματιού της. Φορούσε γαλάζιο πουκάμισο. Του πήγαινε. Και τώρα την κοίταζε, είχε την έγνοια της.

Τι ωραιώθης, και τι ηδύνθης,

αγάπη, εν τρυφαις σου;

Τούτο μέγεθος σου.

Και όπως στους σεισμούς ο δεύτερος είναι πιο δυνατός από τον πρώτο, τα πρώτα της δάκρυα ήτανε συλλαβές. Τα δεύτερα γίνανε λέξεις και προτάσεις ολόκληρες.

Θες με ως σφραγίδα επί την καρδίαν σου,

ως σφραγίδα επί τον βραχίονά σου

"Το μαύρο κορδελάκι του πένθους μου στο χέρι δεν το βλέπεις; Χρόνια σε κουβαλώ" έλεγε και έκλαιγε.

"Διπλωμένη εικόνα και όνομα. Το όνομά σου, στις μέρες και στα χρόνια μου μέσα διπλωμένο...."

"Μακαρία η οδός ήν οδεύεις σήμερον..." επέμενε ο ψάλτης.

"Μικρή ήμουνα, συνέχιζε εκείνη, σαν χελιδόνι που βγήκε από το αυγό. Έλεγα το ναι, όχι. Το θέλω, δεν θέλω, έλεγα. Ο φόβος, η ανασφάλεια ...οι φόβοι με έπαιζαν στα δάκτυλά τους. Δεν με είδες όπως ήμουν. Δεν διάβασες πίσω από τις πράξεις μου. Δεν ένιωσες το εύθραυστο. Ίσως γιατί το είχες κι εσύ. Ίσως. Σε πλήγωσα άθελά μου και ρήμαξε εκείνη η πληγή σου, τη ζωή μου".

Έλαμπαν πια οι σκέψεις της και έκαιγαν όπως ο ήλιος. Έκλαιγε ήπια τώρα.

"Χρόνια προσεύχομαι να μη δω το θάνατό σου. Να φύγω πρώτη. Όλα καλά. Νερό και αλάτι. Ό,τι διάλεξες καλοδεχούμενο. Ακόμα κι εκείνη, τη συμπαθώ"

Ο κόσμος βγήκε σιγά-σιγά για το κοιμητήριο. Εκείνος, λες και άκουγε από μακριά τις σκέψεις της, πήγε και στάθηκε δίπλα της. Στύλωσε με το κλάμα της, παλιού ουρανού χαλάσματα. Χαμήλωσε τα μάτια του και στάθηκε κοντά της. Περπατούσανε μαζί. Δίπλα, δίπλα. Απίστευτα κοντά ο ένας στον άλλον. Μια τρίχα απόσταση, η αφή.

Αδέλφιδος μου εμοί καγώ αυτώ.

Ο ποιμαίνων εν τοις κρίνοις,

έως ου διαπνεύσει η ημέρα και κινηθώσιν αι σκιαί

Τι τζιτζίκια, τι πουλιά, τι ήλιος εκτυφλωτικός. Η ρεματιά κι ο τόπος όλος, καθώς προχωρούσαν, έλαμπε. Το κοιμητήριο σκαρφαλωμένο στην πλαγιά. Λιγοστοί τάφοι κάτω από τα πεύκα, μυρωδιές του θέρους και λιβάνι.

η συκή εξήνεγκεν ολύνθους αυτής,

αι άμπελοι κυπρίζουσιν, έδωκαν οσμήν.

Η θάλασσα βασίλισσα δυνατή και ελπιδοφόρα ταξίδευε στο βάθος τον Μόλυβο σαν καράβι.

-Καλέ, τι όμορφα που είναι, άκουσα μια κυρία να ψιθυρίζει, τι τοποθεσία ωραία!

-Ναι, ναι, πολύ ωραία. Συμπλήρωσε μια άλλη, εκφράζοντας ένα κοινό, ανομολόγητο αίσθημα.

-Έ, τότε κλείστε θέση, αφού τόσο σας αρέσει, είπε ένας πιο ψύχραιμος, και χαμογελάσανε με συστολή και εν συνεχεία γέλασαν. Το λένε άλλωστε: γάμος χωρίς κλάμα και κηδεία χωρίς γέλιο δεν γίνονται.

Έφτασαν. Η γη ανοιχτή περίμενε. Αλλά το νεκροκρέβατο της Ευρώπης ήταν μεγαλύτερο από το άνοιγμα στο χώμα. Χρειάστηκε να σκάψουν κι άλλο. Απίθωσαν, λοιπόν, το νεκρό δίπλα. Έπεσε μια αμήχανη σιωπή. Ο κόσμος τραβήχτηκε κάτω από τα δέντρα. Κάποιοι άναψαν τσιγάρο. Σε λίγο δειλά-δειλά και χαμηλόφωνα:" Τι κάνετε καλέ; Πότε ήρθατε; Πώς ήταν ο χειμώνας στην Αθήνα;"

Το φτυάρι επί το έργω. Ο ήλιος έκαιγε, οι ακτίνες τρύπωναν από το πεύκο και φώτιζαν τρυφερά την τελεσίδικη χλωμάδα του νεκρού. Κι αυτός ο δόλιος, σαν να κοιμόταν κουρασμένος.

"Άχ αδελφέλιμ', τον αγαπούσες τον ήλιο. Είδις, είδις κι αυτός σ' αγαπά. Σι χαΐδευι για τιλευταία φουρά. Άχ, σ' έφαγι η ουμίχλη τόσα χρόνια". Ράγισαν οι πέτρες στη φωνή της αδελφής του.


Στην έξοδο του κοιμητηρίου, ξέπλυναν τα χέρια με ούζο, κατά το έθιμο, και η ευλογημένη μυρωδιά του αλφάδιασε όμορφα τη ζωή και το θάνατο.

Έβαλε τη βρεγμένη χούφτα της στη μύτη και ανάπνευσε βαθιά. Την συνεπήρε ο γλυκάνισος. Την ξανάβαλε στο σώμα της πιο στέρεα και πιο δυνατή.

Με τη βεβαιότητα της αγάπης που εκεί, στην κηδεία, έπαψε να είναι σαράκι κι έγινε δώρο, δύναμη και κέφι για τη ζωή.

Ο Λεπέτυμνος, το αρχαίο βουνό, με την προστατευτική του παρουσία, το επιβεβαίωνε. Η αγάπη δεν παλιώνει και δεν σε παλιώνει, μόνο τροφοδοτεί το αίμα σου στο φως της ζωής.


Σε διαφορετικό τραπέζι ήπιαν τον καφέ της παρηγοριάς. Και όταν ήρθε το αγροτικό και έφερε φρέσκο ψωμί από τον ξυλόφουρνο της Σκαμνιάς, ένας- ένας οι άνθρωποι πήραν τον άρτο, τον επιούσιο.

Πήρε κι εκείνη ένα μικρό καρβέλι. Έκοψε κι έβαλε μια μπουκιά στο στόμα της κι άρχισε να κατηφορίζει για το Μόλυβο. Ήταν ωραίο ψωμί.. Η νοστιμιά του της έδωσε χαρά. Ανάλαφρη σαν πουλί τώρα περπατούσε. Κατάπιε την μπουκιά και δίχως να το καταλάβει άρχισε να τραγουδά και μάλιστα δυνατά με τις νότες του Χατζιδάκι:
 
"ύδωρ πολύ ου δυνήσεται σβέσαι την αγάπην,

και ποταμοί ου συγκλύσουσιν αυτήν".
 


 
Μόλυβος, Ιούλιος 2012

περιοδικό "Ένεκεν",
επιθεώρηση πολιτισμού, αφιέρωμα "Η Λέσβος της ψυχής τους", τεύχος 25,
Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2012