Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2019

flora mirabilis μες στη βροχή



Flora mirabilis της Κλαίρης Μιτσοτάκη

μια ανάγνωση

Διαβάζεις και κοντοστέκεσαι εξαρχής. Κάτι από το εξομολογητικό και πετρώδες των Collectanea του Λορεντζάτου -αυτό που στέκεται ως απόφθεγμα- κάτι από τη χωμάτινη εντελώς μαρτυρία του Κοινού Λόγου, αυτή την πηγή που έλεγε η Έλλη Παπαδημητρίου. Στο ενδιάμεσο, μεταξύ πέτρας και χώματος, αναδύεται αυτό, το flora mirabilis, το ολόδικό της.

Σε παύσεις αναγνωστικές διαρκώς. Εκεί όπου τα εν είδει επιγράμματος που προηγούνται της ιστορίας που χτίζεται καθ' οδόν, και που υπάρχουν ως ο αρμός ανάμεσα στα επεισόδια μιας τραγωδίας -με την έννοια της απαραίτητης τραγικότητας που ενυπάρχει σε αυτό που λέγεται ζωή- που η κάθαρση συντελείται μέσα στη νομοτέλεια της αναγκαιότητας ή της επιβίωσης:

"Σ' αυτό το πρώτο σκαλοπάτι του κόσμου από τι υλικά είναι φτιαγμένη η ζωή των ανθρώπων; [...] Υποχρεώνονται στην ακρίβεια, στην επιβλητικότητα, στην εγκαρτέρηση. [...] Τους κρατάει ο βράχος, τους τρέφει το χώμα, τους ντύνει το ζώο"

Κι είναι σα να' χουν πάρει τη σιωπή και των τριών. Μια σιωπή χοϊκή εντελώς κι άλλοτε να γίνεται πέτρα, όταν δεν εκφεύγει με άλλο ένδυμα, κάτι που μοιάζει με άνθρωπο και όμως έχει τη φωνή ζώου ανυπεράσπιστου ίσως, ίσως και ακατέργαστου. Ένας αμοντάριστος τρόπος να συμβιώνεις με στοιχειά και το στοιχειό μέσα σου. Μια αναμονή του τίποτα για κείνα που δεν πρόκειται με τίποτα να συμβούν, όμως εμφωλεύουν. Και τίποτα ίσως δεν είναι πιο δυνατό από αυτό το ανέκφραστο ενυπάρχον:

"Δεν έχουν αναμονή, δεν περιμένουν κάτι να συμβεί. [...] Το μεγαλύτερο μέρος του βίου τους κατέχει η μη πράξη. [...] Γι' αυτό και υπηρετούν πρόθυμα. Όταν υπηρετείς δεν κάνεις πράξη. [...] Κι η επιθυμία τους, μη πράττοντας, γίνεται πάρα πολύ μεγάλη. Ό,τι κοιτούν, το τσακίζουν"

Διάσπαρτα κομμάτια ενός σχεδόν αυτούσιου λόγου προφορικού, ένα απόσταγμα μαρτυρίας που  διασώζεται στη γραφή, ενώ λειτουργεί όπως οι ενθυμήσεις στα παλιά λειτουργικά βιβλία σε μια Ακολουθία που συντελείται ερήμην των προσώπων, καθώς αυτά είναι τυχαία και πάραυτα μοναδικά μέσα στην άπαυτη επανάληψή τους:

"Τα κορίτσια φυτεύανε βασιλικό κι αν τους πετύχαινε και γινότανε καλός λέγανε ότι εκείνη τη χρονιά θα παντρευτούνε -και στο γάμο πάνε βασιλικό. Ήταν η Αλεξάνδρα χαρούμενη που ο βασιλικός της πήγαινε καλά"

Και λέξεις, λέξεις και ένα ιδίωμα σε μια διακριτική ζωντάνια, δίχως να γίνεται γραφικό, παρά μονάχα να κρατά το ίσο αναμέσον της κοινής λαλιάς:

"Όπως κόβουν το μαλλί, το τυλίγουν στο χέρι, το στρίβουν και το δένουν και το κάνουν σαν κουλούρι. Αυτό το λένε μποκάρι και το πετούν μες στο τσουβάλι και γεμίζουν το τσουβάλι ίσαμε απάνω"

Να πλέκονται όλα γύρω από ένα πρόσωπο, τον Στρατοβασίλη, και την οικογένειά του, κλασική σφιχτή μορφή όπως πέτρα ακανόνιστη ως το τέλος που κανοναρχούσε ωστόσο τις ζωές των άλλων, μ' όλες τις δικές τους απόπειρες διαφυγής:

"Γιατί το λέω εγώ και θα το κάνεις." Αυτό ήταν. Τελείωσε.

Κι είτε είσαι στην Κρήτη είτε στον ορεινό όγκο της Πίνδου -γιατί θα μπορούσε και στην Ήπειρο χώρα να είναι ίδια η αίσθηση. Η πέτρα είναι που γίνεται το νήμα. Αυτή η αξόδευτη δύναμη που γίνεται πέτρα, αφού δεν μπορεί να σταθεί ως νερό:

"Η αξόδευτη δύναμη ποτίζει τις μικρές κλειστές ορεινές κοινωνίες. [...] Φτιάχνοντας ένα γεγονός εκεί, φτιάχνεις κάτι συνώνυμο με το τελειωτικό. [...] Δεν έχει την ίδια αξία να χορέψεις αλλού, και να χορέψεις εκεί. να διηγηθείς αλλού και να διηγηθείς εκεί. να σκοτώσεις αλλού, και να σκοτώσεις εκεί"

Και έπειτα ο χρόνος. Μια συνύφανση να συντελείται διαρκώς, το τώρα, το προαιώνιο, το πριν. Ό,τι ζούνε, ό,τι έχει αγαλματώσει ως ζωή, ό,τι έχουν ήδη ζήσει. Υφαντό. Ένα αδιάκοπο μπρος πίσω, όπως σαΐτα αργαλειού, μπρος πίσω, τα πριν τα τώρα, τα τώρα τα πριν, ανάκατα και όμως υφαντό τέλειο, γιατί "η φύση το ξέρει καλά πως δεν υπάρχει χρόνος πάρεξ διάρκεια". Και πως "είναι τόσο πλεγμένα το ένα μέσα στο άλλο το πρώιμο και το ώριμο μαζί", όπως στον κόσμο των δέντρων δεν ξεχωρίζει ο χρόνος παρά μονάχα στους δακτυλίους  του μαρτυρείται η συμπύκνωση του όλου:

"Η μητριγιά τους έκανε τέσσερα παιδιά. Γίναν όλα μαζί δώδεκα. Ζύμωνε η μητριγιά κι έκανε δώδεκα ψωμιά. Κι ένα κουλουράκι. Γιατί είχε ένα γιο -τρεις κόρες, Ευτέρπη, Μαρίκα και Κατίνα, κι ένα γιο -κι έκανε ένα κουλουράκι για το μικρό, το Μιχάλη. Όταν έχεις μικρό παιδί, του κάνεις ένα κουλουράκι, έτσι για να του πεις "σου' κανα ένα κουλουράκι". Μπαίνουν μέσα η Αλεξάνδρα με τον Αναστάση και βλέπουνε το Μιχάλη να τρώει το κουλουράκι. Την λέει ο Αναστάσης: "Αλεξάνδρα, εμένα δε μου έκανε κουλουράκι;" "Δε σου έκανε. Εσύ θα φας ψωμί."

Και μέσα στο δέντρο αυτό της μιας ιστορίας, της μιας οικογένειας, όλος ο μικρόκοσμος ενός τόπου και ενός διαρκούς χρόνου, τα χώματα και ο άνεμος των πολλών που έρχονται και συνυπάρχουν θες δε θες, ιστορίες εγκιβωτισμένες, των άλλων οι ιστορίες που βρίσκονται δίπλα τους, που χρωματίζουν με τη σειρά τους το ίδιο αυτό υφαντό, με κλωστές, τις περισσότερες φορές μαύρες κλωστές, όπως αγγεία μελανόμορφα που σε μια στιγμή σπάνε κι ανασύρονται τα θραύσματά τους, όστρακα που ζωντανεύουν και αφηγούνται την ιστορία μέσα στην ιστορία, θρύλοι και κάποτε μύθοι κι όλα αυτά που συντελέστηκαν σε ένα χρόνο που φαίνεται πλέον επίπεδος, η χρονογραμμή της μια ζωής των όλων και του μαζί, ο Κίκης, ο θεότρελος, ο παπα-Γιάννης και οι λίρες, ο Γεωργαράς και ο χωροφύλακας, ο Κατσιφάρης ο Ασιθιανός, ο δικηγόρος, η γυναίκα του και το μοναδικό παιδί τους, ο τάδε από τα Λιβάδια, οι καλόγριες του Αγίου Νεκταρίου, η μια Κουνάλη, η Καντρογιάνναινα, οι Γερμανοί και οι πατάτες, η γουρούνα η ζωντανή από το κάψιμο του χωριού, οι παντόφλες οι κακοτερένιες, ο τρύγος, το λιομάζωμα, το άμα τελειώσει ο πόλεμος, ο Πετρακογιώργης οι εικοσιπέντε αντάρτες του, η Τασούλα που την έκλεψε ο Κεφαλογιάννης, τα αυτιά που τα τρυπούσαν με το Χριστός Ανέστη, το μετά τον αρραβώνα που ο αρραβωνιαστικός ξυπνούσε τη νύφη, το μετά τον αρραβώνα που η κοπέλα θα κοιμηθεί με τον αρραβωνιαστικό της, έθιμα και αφηγήσεις πρόδρομες και ανάδρομες, μπρός πίσω, συνυφαίνονται όμως, καθώς συνυπάρχουν μέσα στον πραγματικό χρόνο όλων τους και αποτυπώνονται ως μνήμη πλέον κοινή. Μια μνήμη από την οποία συναποτελούμαστε είτε συμμετέχουμε με τρόπο άρρηκτο είτε και όχι:

"Η μνήμη, κι όταν ακόμα δεν είναι ζωντανή, [...] δεν χάνεται, ούτε χαλνά. Υπάρχει μια μνήμη που δεν την συγκρατούμε. Μια μνήμη που τη δεχόμαστε και που τη μεταφέρουμε. Την κουβαλάει καθένας μέσα στο φυσικό του. [...] Ζώντας πλάι στους ανθρώπους δεχόμαστε τη μνήμη τους. Άθελα, ασυναίσθητα, τελούμε τελετές μνήμης"

Κομμάτι ατόφιο μνήμης, το στημόνι και το λαγήνι του πηγαδιού την ίδια ώρα, η ενδοχώρα της Αλεξάνδρας, ένας κόσμος ασίγαστος όπως το νερό, σιωπηλός όπως η πέτρα, ανθοφόρος την ίδια ώρα όπως η παρακάτω κρύπτη. Κρύπτη που μοιάζει κιβωτός:

"Ο Γιάννης αγαπούσε πολύ τ' αυγά. Είχανε κότες, αλλά η μητριγιά μάζευε τ' αυγά για τα δικά της τα παιδιά, που ήτανε μικρά. Η Αλεξάντρα έκλεβε πού και πού κανένα αυγό, και είχε μια βαλίτσα με το εργόχειρο που κεντούσε και τα έβαζε εκεί μέσα, άμα έρθει ο Γιάννης να του τα ψήσει να τα φάει". "[...] Πήγε να βαφτίσει ένα παιδί και πέσανε οι Γερμανοί να κάψουν το χωριό. [...] δεν τον ξανάδανε. [...] Το μόνο που έγινε ήταν ότι πολλά χρόνια μετά πήγε ένας χωροφύλακας στο σπίτι και είπε του Στρατοβασίλη: "Κύριε Ξυλούρη, θα υπογράψετε σ' αυτό το χαρτί, γιατί πρέπει να παίρνετε μια σύνταξη." Κι από εκεί βεβαιωθήκανε ότι δεν υπάρχει πια Γιάννης. Η Αλεξάντρα συνέχιζε να φυλάει αυγά. Άμα μπαγιαντεύανε, τα πήγαινε και τα πούλαγε για να αγοράζει κλωστές, να τις έχει να κεντά, και κρατούσε πάντα φρέσκα αυγά για όταν θα ερχότανε ο Γιάννης"

Ανακαλείται τώρα η ομοιότητα ενός Λόγου Κοινού -και μιας πράξης Κοινής. Στο Μεσόβουνο της Δυτικής Μακεδονίας, χωριό που σφαγιάστηκε δυο φορές από τους Γερμανούς, μια γυναίκα, παιδί τότε, γερόντισσα τώρα, μαρτυρεί: "Από τότε την πόρτα δεν τη σφράγισα ούτ' ένα βράδυ. Μην έρθει κάποιος τους και βρει την πόρτα του σπιτιού του κλειστή". Πάνε 78 χρόνια από τότε.

Σύρεται, ειπώθηκε, ο λόγος ως την καταγραφή της λαλιάς. Με τον τρόπο κάποτε ενός παιδιού, με τις δικές του απλές λέξεις μπροστά στο θαύμα:

"Όταν μεγαλώσει πολύ [ο μεταξοσκώληκας] αρχίζει να τραγουδάει. Κάνει ένα παράξενο θόρυβο και είναι πάρα πολύ όμορφο"

Και την ίδια ώρα στην αλληγορία να μεταπηδά της γραφής με τρόπο υπόσκαφο σχεδόν:

"Το κουκούλι γίνεται σκληρό σαν την ούγια του πανιού, μόνο που έχει τη γλύκα του μεταξιού και το δικό του χρώμα. Φτιάχνοντας το μετάξι, ο σκώληκας φαγώνεται και μένει μόνο η ψυχή, πεταλούδα"

Τη ζωή του φτιάχνοντας ο σκώληκας φαγώνεται και είναι τούτο που μένει μόνο από το ξόδεμα αυτό. της γραφής του η ψυχή και η δική του.

Κι από την άλλη, το κουκούλι σκληρό απ' έξω -ούγια του πανιού- με τη γλύκα του μεταξιού όμως και το δικό του χρώμα για κείνον που αγνοήσει τον φλοιό και δει μέσα, καταμέσα. Αλληγορία όχι μονάχα της γραφής μα και της αγάπης ίσως.

"Όταν μεγαλώσει αρκετά και μεστώσει, στο μπάσιμο του καλοκαιριού" και στην ώρα της ώρας, τότε "αρχίζει να φτιάχνει το κουκούλι του", "με μεγάλη ησυχία" "γυρίζει γύρω-γύρω, αφήνοντας πίσω του την κλωστή, μέχρι που να κλειστεί μέσα"

Η κλωστή. νήμα και λαβύρινθος την ίδια ώρα. Αριάδνη και Θησέας την ίδια ώρα. Κατέχεις και δεν κατέχεις την έξοδο. Και ίσως έξοδος να είναι αυτή η παραμονή στο σκληρό κουκούλι. το γλυκό σα μετάξι μέσα. Εκεί όπου συμπυκνώνεται το όλον της ψυχής. Το "θέλω", το "θα 'θελα", το "μπορώ", το "δεν μπορώ" της. Όπως ακριβώς στο κουκούλι των μικρών κλειστών κοινωνιών:

"Στις μικρές κλειστές κοινωνίες, όπου η δυνατότητα είναι απαγορευμένη και η πρωτοβουλία, για να υπάρξει, πρέπει να μετοικήσει, όπου εκείνο που συμβαίνει δεν είναι παρά εκείνο που θα μπορούσε να συμβεί, οι άνθρωποι αυτοί ζουν ένα απαρομοίαστο τέντωμα της ψυχής και μέσα απ' αυτό πετυχαίνουν να εκφράσουν πράγματα που δεν μπορούν να ζήσουν"

Και αυτή η παραμονή στο κουκούλι γεννά αυτή την πολύτιμη αίσθηση του ελάχιστου που' ναι ζωογόνο μέσα στο λίγος του, αυτής της ατόφιας λεπτομέρειας πάνω από την οποία στέκεσαι, θαυμάζεις και γονυκλινείς, και που γίνεται η πηγή για κείνο που λέμε μεράκι ή και saudade σε άλλες κοινωνίες, κάτι μεταξύ πέτρας και νερού επίσης, μελαγχολίας και λαχτάρας, που κάποτε ανθίζει κιόλας: 

"Ωστόσο αυτό τους χαρίζει μια ιδιαίτερη αίσθηση για το καθετί, αυτό που λένε μεράκι, μια ιδιαίτερη, αποστομωτική, λεπτότητα για να μεταχειρίζονται πράγματα που αλλιώτικα θα φαίνονταν ασήμαντα ή τραχιά, κι αυτοί τούς προσδίνουν ποιότητα και έξαρση"

Και έτσι, ίσως, ο κόσμος να έχει εκ προοιμίου μοιραστεί στα δύο. Σ' αυτούς που κουβαλάνε το σύννεφο μέσα στην κάθε στιγμή τους. Και σε όσους όχι.

"Κι όμως οι άνθρωποι αυτοί έχουν συλλάβει το όλο. Ακαθόριστα, χωρίς λόγια. Είναι ένα μεγάλο σύννεφο που έχει καθίσει μες στην ψυχή τους. Το κουβαλάνε κάθε στιγμή. Και όταν σκέφτονται και όταν ξεχνιούνται. Δεν μπορούν να το φτάσουν, δεν μιλούν γι' αυτό"

Κλείνοντας τούτη την ανάγκη να μιλήσω για το flora mirabilis της Κλαίρης Μιτσοτάκη [εκδόσεις Το Ροδακιό, 1996], καταγράφω την πιο μετέωρη ενδεχομένως στιγμή του. Ενδεχομένως και την πιο ακαριαία, καθώς τίποτα πριν και τίποτα το μετά δε συγκρίνεται με την επιγραμματική παραμυθία ή και ανθοφορία της:

"Τι είναι η έμπρακτη αγάπη; Μια μεγάλη πέτρα που τρέχει νερό"

Όλγα Ντέλλα

Παρασκευή 5 Απριλίου 2019

ἦν δε ἐν τῷ τόπῳ κῆπος



[λογοτεχνικό αναλόγιο]

Σε θυμάμαι. Ναι, σε θυμάμαι. Είσαι Εκείνος. Ό,τι έγραψαν σε κείνο το ξύλο. Εγώ δεν ξέρω. Τον κήπο μου μονάχα ξέρω. Είναι κήπος εδώ, βλέπεις; Όλα τα χρόνια μου εδώ. Χώμα και λόφοι -τα βουνά μου, Κύριε. Και δέντρα. Δέντρα φυλλοβόλα. Όλα φυλλοβόλα. Χώμα, Κύριε. Πολύ χώμα. Όλη η μέρα μες στο χώμα. Κι όλο να το περιμένω. Κάπως να βλαστήσει. Όμως αργεί, Κύριε. Το χώμα εδώ αργεί πολύ. Δεν ξέρω για τους άλλους κήπους. Όμως εδώ το χώμα κοιμάται, Κύριε.

....

Όλοι ήρθαν στον κήπο. Όλοι να μιλήσουν για σένα. Άνθισαν. Άνθισαν όλα απόψε. Το βλέπεις. Άνθισε το σκοτάδι. Και τα λουλούδια, Κύριε. Η Δανάη, η Μαρία, η Καλλιόπη, η Μαρία, η Κατερίνα, η Μαρία, η Ζωγραφιά. Μυρόβλησαν τον κήπο σου, Κύριε. Άνθισαν κι οι πέτρες.


στον κήπο εισέρχονται οι

Κώστας Μόντης   Hans Christian Andersen    Oscar Wilde   
Rainer-Maria Rilke   Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης    Ρωμανός ο Μελωδός     
Migel De Unamuno  Στυλιανός Λεωνής

μέσα από τις

Καλλιόπη Αβραμίδου   Μαρία Ανδρεάδου Δανάη-Ελένη Παπαδοπούλου
Μαρία Κατσάλη  Κατερίνα  Ιωσηφίδου  Μαρία Προβίδα Ζωγραφιά Αδαμίδου


με την πολύτιμη βοήθεια

του 3ο Γυμνασίου Πτολεμαΐδας

και του Συλλόγου Μικρασιατών Πτολεμαΐδας
επιμέλεια:         
    
Όλγα Ντέλλα

ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης

αμφιθέατρο Κοβενταρείου Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης

Τρίτη 9 Απριλίου, 8μ.μ.

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2019

"μεθεόρτιο" της Φωτεινής



Το παραμύθι αλλιώς

Πριν δυο χρόνια σ' ένα Γυμνάσιο στα δυτικά της Μακεδονίας. Ετοιμάζεται από το φθινόπωρο η παράσταση στην οποία εκείνη, η συγγραφέας, θα παρευρίσκεται. Έντεκα ιστορίες με άλλους τόσους πρωταγωνιστές, τα παιδιά διαβάζουν, ενθουσιάζονται, συγκινούνται, εκείνες οι τρεις, οι δασκάλες τους, το ίδιο. Και εκείνη, η Φωτεινή, η τέταρτή τους. Πάντα. Μια καρέκλα πάντα εκεί γι' αυτήν, με την προσμονή της τότε, μέσα στην απουσία της σήμερα.

Μοιράζονται οι ρόλοι των ηρώων. Όταν έρχεται η ώρα για την πέμπτη ιστορία, "Το δώρο που άργησε" και οι τρεις τους σκέφτονται αυτή τη μικρή. Είναι ήδη στην Τρίτη, απόφοιτος σε λίγο, τρία χρόνια στο Γυμνάσιο μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία με καρτερία που θα αναζητούσες και σε ενήλικα. Η επιλογή τους ήταν και μια προσευχή τελικά. Το δώρο που είχε ήδη αργήσει, να μην αργήσει άλλο. Χαμογέλασαν και της έδωσαν τον ρόλο, αν το ήθελε. Εκείνη η μικρή είπε ότι θα το' θελε, αν μπορούσε. Μπορούσε, λοιπόν. 

Οι πρόβες συνεχείς για μερικούς μήνες και ως τον Μάρτη της χρονιάς εκείνης. Σαββατοκύριακα, με πανσέληνο ή χωρίς, με γέμισμα ή στο λίγος, όλοι εκεί. Ενθουσιασμός και αγωνία. Και προσμονή. Πρόβες, πρόβες, πρόβες. Και κάπου εκεί, εκείνη η μικρή να βρίσκεται για μια ακόμα φορά εντός του νοσοκομείου της μακρινής πόλης. Αδυνατεί να παραστεί στις πρόβες, στην παράσταση την ίδια. Την αντικαθιστούν με ένα σφίξιμο αλλά και με την ελπίδα-ευχή να παραστέκει. Η Φωτεινή, όταν πληροφορήθηκε τα πίσω της αυλαίας, έφερε το βιβλίο της με την ιδιόχειρη αφιέρωση στη μικρή μαθήτρια, όπως ακριβώς κάνει και ο Άγιος στην ιστορία που εκείνη έπλασε. Το βιβλίο στάλθηκε στα χέρια της στο νοσοκομείο. Η παράσταση έγινε. Εκείνη η μικρή ήταν κοντά μας μες στη σκέψη μας διαρκώς. Και οι ευχές όλων μας. Ήταν σα να παίζαμε όλοι το παραμύθι από την αρχή και αλλιώς. Όμως δεν είχε ακόμη τελειώσει. Υπήρχε και το "δώρο".

Πέρασαν δυο σχεδόν χρόνια από τότε. Τώρα εκείνη, η συγγραφέας, να παλεύει στ' αλώνι. Και τότε να έρχεται στο σχολείο εκείνη η μικρή, Λυκειοκόριτσο πια, να μοιράζεται μαζί μας το "δώρο" που χρόνια περίμενε, μια μεταμόσχευση που επιτέλους είχε πετύχει. Με δυσκολία κρατήσαμε τη συγκίνησή μας, με δυσκολία την κράτησε και εκείνη, η Φωτεινή, όταν το άκουσε στο τηλέφωνο. Δεν την έβλεπα, όμως νιώθω ακόμα και τώρα το χαμόγελό της να ραγίζει τη στιγμή, κάτι μεταξύ εμπιστοσύνης και ευγνωμοσύνης για κείνον τον "κόσμο" που δεν φαίνεται. Και που μας αγκαλιάζει όμως με μια βαθιά πρόνοια.

Δυο χρόνια ακριβώς μετά την παράσταση, τέλη του Μάρτη και πάλι, η Φωτεινή αποχαιρέτησε μακρόθεν τα δυτικά της Μακεδονίας που επίσης αγάπησε -κι ας είναι χιλιόμετρα μακριά απ' τη θάλασσα.

Σήμερα που είναι η γιορτή της -στα ουράνια όμως- μοιράζομαι το παραμύθι της, όπως και το "άλλο" παραμύθι, το παραμύθι της ζωής, που γεννήθηκε μαζί του. Γιατί η αλήθεια μονάχα την αλήθεια συναντά. Και το παραμύθι φέρνει παραμύθι. Αν το πιστεύεις βαθιά κι ακλόνητα, όπως το' θελε και το' κανε εκείνη.


"ΤΟ ΔΩΡΟ ΠΟΥ ΑΡΓΗΣΕ"


Στην αυλή του διαλείμματος η μικρή Αντριάνα πλησιάζει τη δασκάλα της.
"Κυρία, υπάρχει περίπτωση να καθυστέρησε φέτος για μένα ο Άι-Βασίλης; Δεν μου έφερε ακόμα δώρο".
Η δασκάλα δίστασε λίγο, κοίταξε προσεκτικά το πρόσωπο της Αντριάνας και της απάντησε με σταθερή φωνή:
"Και βέβαια μπορεί. Αν είχε πολλή δουλειά, αν του έτυχε κάτι σοβαρό, αν μπερδεύτηκε στην παράδοση του δώρου, αν έχει κάτι άλλο στο μυαλό του για σένα, πολλά "αν" σκέφτομαι και λέω ότι μπορείς να πάρεις το δώρο σου με καθυστέρηση. Όσο το καλοστοχάζομαι, Αντριάνα μου, είμαι πιο σίγουρη ότι δε σε ξέχασε και ίσως για σένα να έχει κάτι πολύ ξεχωριστό".
Πράγματι, εκείνα τα Χριστούγεννα η Αντριάνα άργησε να πάρει το δώρο της, γιατί ο Άι-Βασίλης περίμενε να τελειώσει η εκτύπωση ενός βιβλίου. Όχι οποιουδήποτε βιβλίου, αλλά του βιβλίου του αγαπημένου συγγραφέα της Αντριάνας. Ξέρει ο Άι-Βασίλης!
Πήρε λοιπόν το βιβλίο "φρέσκο" από το τυπογραφείο, έτρεξε στον συγγραφέα και του ζήτησε να γράψει μια ιδιόχειρη αφιέρωση για τη μικρή μας φίλη. Ο συγγραφέας έγραψε συγκινημένος: "Στην Αντριάνα, που αγαπά τα βιβλία, ένα βιβλίο "νεογέννητο". Με όλη μου την αγάπη!".
Ύστερα, επειδή τα ελαφάκια του Άι-Βασίλη ήταν πια κουρασμένα, με ένα πουλάκι ειδικών καθηκόντων, το Μαντατοπούλι, έστειλε κατευθείν το δωράκι στο σχολείο.
Ο διευθυντής πήρε τον φάκελο με μεγάλη έκπληξη. Στη θέση του αποστολέα έγραφε: "Από τον Άι-Βασίλη για την Αντριάνα Π. του Β2". Κάλεσε στο γραφείο του τη μαθήτρια και της τον παρέδωσε. Το κοριτσάκι έλαμψε από χαρά και έτρεξε στη δασκάλα της.
"Κυρία, κυρία, πήρα δώρο! Ο Άι-Βασίλης το έστειλε!"
Η δασκάλα της κι εκείνη με χαρά τής απάντησε:
"Είδες; Άξιζε να περιμένεις. Η καθυστέρηση δεν είναι πάντα για κακό, Αντριάνα μου. Το δώρο έρχεται κι όταν δεν το περιμένεις".
"Ναι, κυρία, ναι!" είπε η μαθήτρια σφίγγοντας το βιβλίο στην αγκαλιά της, πολύτιμο και ανέλπιστο.
Ο Άι-Βασίλης άργησε, μα δεν την ξέχασε.
Το καλό αργεί καμιά φορά, αλλά έρχεται.

ΦΩΤΕΙΝΗ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ, Ελιά στο πέλαγος, εκδόσεις Πατάκη, 2015


Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018

της Φωτεινής



Όταν η ποίηση γράφει παραμύθια

Διάβασα την Κυράνη του δάσους το 2000. Οχτώ χρόνια μετά την ξαναδιαβάζω και την αναζητώ στον τηλεφωνικό κατάλογο. Εκείνη η στιγμή -το άλμα στο οποίο μπορεί να σε οδηγήσει ένα υπέροχο κείμενο- μου χάρισε έναν δικό μου άνθρωπο. Και επιπλέον τη βαθιά συνομιλία με μια συγγραφέα μασίφ όπως ήταν η Φωτεινή Φραγκούλη. Ακολούθησαν πολλά και πολύτιμα όλα.

Μοιραστήκαμε επιπλέον δυο θεατρικές παραστάσεις, όταν παιδιά του 3ου Γυμνασίου Πτολεμαίδας ζωντάνεψαν “Το μισό πιθάρι” το 2014 και την “Ελιά στο πέλαγος” το 2016. Τα παιδιά αυτά είναι τώρα στην Γ' Λυκείου και κάποια είναι ήδη φοιτητές. Μέχρι πέρυσι μας έρχονταν στο Γυμνάσιο και έλεγαν ακόμα τους διαλόγους τους από τα δικά της κείμενα -αυθορμήτως. Κατεβαίναμε από το Μπαλουκλί σε κείνη την εκδρομή λίγο πριν ακολουθήσει η παράσταση για το “Μισό πιθάρι” κι άκουγα τους μαθητές στα στενά της Πόλης να κάνουν το ίδιο. Πέρυσι της στέλναμε φωτογραφίες από καρέκλες μαζεμένες σε ημικύκλιο, σκέψη των παιδιών επί τόπου, και άλλα καθισμένα κάτω με τα βιβλία της στα χέρια και το κλαδί ελιάς που φέραν και το στολίσαμε στην τάξη με μια μπάλα χριστουγεννιάτικη γαλάζια, “Ελιά στο πέλαγος” είπαμε και ήταν.

Δημιουργός είναι αυτός που έχει κατορθώσει και δημιουργήσει σύμπαν αναγνωρίσιμο, έτσι που να λες, εδώ είναι ο τόπος του και κανενός άλλου. Η Φωτεινή είναι ποιητής τόπου.

Δημιουργός είναι αυτός που έχει κατορθώσει και υπάρχει μέσα σε λέξεις ολόδικές του. Η Φωτεινή γέννησε λέξεις. Αρχέγονες και νεογέννητες, σα να τις έπλασε τώρα δα, αυτή τη στιγμή, αγκαλιάζοντας και κουβαλώντας τες απάνω της μια ζωή -αυτή τη σύντομη ζωή.

Η Φωτεινή γέννησε σκέψεις, σκέψεις ευγενείς, σμίλεψε το δέντρο της αγάπης, έκανε τις σκέψεις της κλαδιά του, τις λέξεις φύλλα στο σχήμα της καρδιάς, αντλώντας από τη ρίζα ενός πυθμένα. Το δέντρο της τούτο -πλάτανος ασφαλώς, με χαρακτηριστικά ευκάλυπτου, κερασιάς, κυδωνιάς οπωσδήποτε και σεκόιας- είναι κατά βάθος πηγάδι, κατεβαίνεις, ανεβαίνεις, πίνεις νερό. Νερό που αντέχει, όπως το ποίημα που΄ναι καλό όταν αντέχει στην απαγγελία του, όπως το΄λεγε ο Σεφέρης και έτσι είναι.

Αν ποίηση είναι η ακρόπλωρη γοργόνα, αυτό το κάλεσμα και η έκκληση συνάμα, το εμπειρίκειο “πάρε τη λέξι μου δώσε μου το χέρι σου” που τόσο της άρεσε, τότε τα παραμύθια της Φωτεινής Φραγκούλη υπάρχουν με τον ίδιο τρόπο που υπάρχει και αυτή. γίνονται το “πάρε την ψυχή μου, δώσε μου τη δική σου”.

Γιατί η Φωτεινή Φραγκούλη -τούτη είναι η πρώτη σκέψη που ένιωσα τότε διαβάζοντάς την- έγραψε παραμύθια που είναι ποιήματα και ποιήματα που ΄ναι ντυμένα παραμύθια.

Τώρα, λίγους μήνες μετά θα πω και την τελευταία μου σκέψη: Η Φωτεινούλα μας υπήρξε ταξιδευτής, γιατί ήξερε να μπαίνει στο παραμύθι, όπως και στην αγάπη, ως πανσέληνος.

Αυτό πενθούμε και εμείς τώρα κατ' ουσίαν. Την απώλεια αυτού του ιδιαίτερου τρόπου. Του τρόπου της αγάπης.

Για το λόγο αυτό επέλεξα ένα κείμενο απώλειας, που το αγαπώ και επιστρέφω σε αυτό. Έρχεται από το λεύκωμα "Ίσαλος γραμμή" [φωτογραφίες από ταξίδια με φορτηγά πλοία 1955-1966 του Φώτη Μεταξά]. 

Είναι όπως η ίδια θα μας ήθελε εμάς μέσα στην απώλειά της. Γιατί το πένθος μας τσαλακώνει τη γαλήνη της.


Όλγα Ντέλλα
Αθήνα, 13 Νοεμβρίου 2018



Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

"φίλη μετ’ αὐτοῦ κείσομαι, φίλου μέτα, ὅσια πανουργήσασ’·"


πολλά γεννούν το θάμβος
κανένα θάμβος όμως δεν σκοτεινιάζει τον νου
όσο ο άνθρωπος


ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΣΟΦΟΚΛΗ (μτφρ.Νίκος Παναγιωτόπουλος)






Μικρό θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου



Ιούλιος 2018


Δευτέρα 16 Ιουλίου 2018

Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφής οἴκησις αἰείφρουρος



Σημείωμα σκηνοθέτη:

Ο Ετεοκλής έπεσε υπερασπιζόμενος την πατρίδα του. Είναι ήρωας.
Ο Ετεοκλής σφετερίστηκε το θρόνο από τον αδελφό του.
Ο Πολυνείκης έπεσε πολεμώντας την ίδια του την πατρίδα. Είναι προδότης.
Ο Πολυνείκης διεκδίκησε δίκαια τον θρόνο που του ανήκε.
Ποιος έχει δίκιο;

Ο Κρέοντας έχει την ευθύνη της πόλης. Η πόλη έχει ρωγμή.
Ο Κρέοντας τηρεί αυτά που διακηρύττει για να επανέλθουν η τάξη και η ηρεμία.
Η Αντιγόνη έχει την ευθύνη της οικογένειάς της. Και των νεκρών της.
Η Αντιγόνη παραβαίνει τους νόμους της πόλης και δημιουργούνται χάος και αταξία.
Ποιος έχει δίκιο;

Στην Αθήνα δεν επιτρέπεται η ταφή σε ιερόσυλους, προδότες και αυτόχειρες.
Ο Κρέοντας από ακριβοδίκαιος άρχοντας και τηρητής των νόμων μετατρέπεται σε εμμονικό τύραννο και οδηγεί τρία πρόσωπα στην αυτοχειρία.
Η Αντιγόνη κηδεύει έναν αδελφό, κάνοντας τη δουλειά που αναλογεί στους άντρες.
Ο Κρέοντας θρηνεί πάνω από το πτώμα του γιου του, κάνοντας τη δουλειά που αναλογεί στις γυναίκες.
Ποιο είναι το τραγικό πρόσωπο;