Τετάρτη 5 Ιουνίου 2019

flora mirabilis μες στη βροχή



Flora mirabilis της Κλαίρης Μιτσοτάκη

μια ανάγνωση

Διαβάζεις και κοντοστέκεσαι εξαρχής. Κάτι από το εξομολογητικό και πετρώδες των Collectanea του Λορεντζάτου -αυτό που στέκεται ως απόφθεγμα- κάτι από τη χωμάτινη εντελώς μαρτυρία του Κοινού Λόγου, αυτή την πηγή που έλεγε η Έλλη Παπαδημητρίου. Στο ενδιάμεσο, μεταξύ πέτρας και χώματος, αναδύεται αυτό, το flora mirabilis, το ολόδικό της.

Σε παύσεις αναγνωστικές διαρκώς. Εκεί όπου τα εν είδει επιγράμματος που προηγούνται της ιστορίας που χτίζεται καθ' οδόν, και που υπάρχουν ως ο αρμός ανάμεσα στα επεισόδια μιας τραγωδίας -με την έννοια της απαραίτητης τραγικότητας που ενυπάρχει σε αυτό που λέγεται ζωή- που η κάθαρση συντελείται μέσα στη νομοτέλεια της αναγκαιότητας ή της επιβίωσης:

"Σ' αυτό το πρώτο σκαλοπάτι του κόσμου από τι υλικά είναι φτιαγμένη η ζωή των ανθρώπων; [...] Υποχρεώνονται στην ακρίβεια, στην επιβλητικότητα, στην εγκαρτέρηση. [...] Τους κρατάει ο βράχος, τους τρέφει το χώμα, τους ντύνει το ζώο"

Κι είναι σα να' χουν πάρει τη σιωπή και των τριών. Μια σιωπή χοϊκή εντελώς κι άλλοτε να γίνεται πέτρα, όταν δεν εκφεύγει με άλλο ένδυμα, κάτι που μοιάζει με άνθρωπο και όμως έχει τη φωνή ζώου ανυπεράσπιστου ίσως, ίσως και ακατέργαστου. Ένας αμοντάριστος τρόπος να συμβιώνεις με στοιχειά και το στοιχειό μέσα σου. Μια αναμονή του τίποτα για κείνα που δεν πρόκειται με τίποτα να συμβούν, όμως εμφωλεύουν. Και τίποτα ίσως δεν είναι πιο δυνατό από αυτό το ανέκφραστο ενυπάρχον:

"Δεν έχουν αναμονή, δεν περιμένουν κάτι να συμβεί. [...] Το μεγαλύτερο μέρος του βίου τους κατέχει η μη πράξη. [...] Γι' αυτό και υπηρετούν πρόθυμα. Όταν υπηρετείς δεν κάνεις πράξη. [...] Κι η επιθυμία τους, μη πράττοντας, γίνεται πάρα πολύ μεγάλη. Ό,τι κοιτούν, το τσακίζουν"

Διάσπαρτα κομμάτια ενός σχεδόν αυτούσιου λόγου προφορικού, ένα απόσταγμα μαρτυρίας που  διασώζεται στη γραφή, ενώ λειτουργεί όπως οι ενθυμήσεις στα παλιά λειτουργικά βιβλία σε μια Ακολουθία που συντελείται ερήμην των προσώπων, καθώς αυτά είναι τυχαία και πάραυτα μοναδικά μέσα στην άπαυτη επανάληψή τους:

"Τα κορίτσια φυτεύανε βασιλικό κι αν τους πετύχαινε και γινότανε καλός λέγανε ότι εκείνη τη χρονιά θα παντρευτούνε -και στο γάμο πάνε βασιλικό. Ήταν η Αλεξάνδρα χαρούμενη που ο βασιλικός της πήγαινε καλά"

Και λέξεις, λέξεις και ένα ιδίωμα σε μια διακριτική ζωντάνια, δίχως να γίνεται γραφικό, παρά μονάχα να κρατά το ίσο αναμέσον της κοινής λαλιάς:

"Όπως κόβουν το μαλλί, το τυλίγουν στο χέρι, το στρίβουν και το δένουν και το κάνουν σαν κουλούρι. Αυτό το λένε μποκάρι και το πετούν μες στο τσουβάλι και γεμίζουν το τσουβάλι ίσαμε απάνω"

Να πλέκονται όλα γύρω από ένα πρόσωπο, τον Στρατοβασίλη, και την οικογένειά του, κλασική σφιχτή μορφή όπως πέτρα ακανόνιστη ως το τέλος που κανοναρχούσε ωστόσο τις ζωές των άλλων, μ' όλες τις δικές τους απόπειρες διαφυγής:

"Γιατί το λέω εγώ και θα το κάνεις." Αυτό ήταν. Τελείωσε.

Κι είτε είσαι στην Κρήτη είτε στον ορεινό όγκο της Πίνδου -γιατί θα μπορούσε και στην Ήπειρο χώρα να είναι ίδια η αίσθηση. Η πέτρα είναι που γίνεται το νήμα. Αυτή η αξόδευτη δύναμη που γίνεται πέτρα, αφού δεν μπορεί να σταθεί ως νερό:

"Η αξόδευτη δύναμη ποτίζει τις μικρές κλειστές ορεινές κοινωνίες. [...] Φτιάχνοντας ένα γεγονός εκεί, φτιάχνεις κάτι συνώνυμο με το τελειωτικό. [...] Δεν έχει την ίδια αξία να χορέψεις αλλού, και να χορέψεις εκεί. να διηγηθείς αλλού και να διηγηθείς εκεί. να σκοτώσεις αλλού, και να σκοτώσεις εκεί"

Και έπειτα ο χρόνος. Μια συνύφανση να συντελείται διαρκώς, το τώρα, το προαιώνιο, το πριν. Ό,τι ζούνε, ό,τι έχει αγαλματώσει ως ζωή, ό,τι έχουν ήδη ζήσει. Υφαντό. Ένα αδιάκοπο μπρος πίσω, όπως σαΐτα αργαλειού, μπρος πίσω, τα πριν τα τώρα, τα τώρα τα πριν, ανάκατα και όμως υφαντό τέλειο, γιατί "η φύση το ξέρει καλά πως δεν υπάρχει χρόνος πάρεξ διάρκεια". Και πως "είναι τόσο πλεγμένα το ένα μέσα στο άλλο το πρώιμο και το ώριμο μαζί", όπως στον κόσμο των δέντρων δεν ξεχωρίζει ο χρόνος παρά μονάχα στους δακτυλίους  του μαρτυρείται η συμπύκνωση του όλου:

"Η μητριγιά τους έκανε τέσσερα παιδιά. Γίναν όλα μαζί δώδεκα. Ζύμωνε η μητριγιά κι έκανε δώδεκα ψωμιά. Κι ένα κουλουράκι. Γιατί είχε ένα γιο -τρεις κόρες, Ευτέρπη, Μαρίκα και Κατίνα, κι ένα γιο -κι έκανε ένα κουλουράκι για το μικρό, το Μιχάλη. Όταν έχεις μικρό παιδί, του κάνεις ένα κουλουράκι, έτσι για να του πεις "σου' κανα ένα κουλουράκι". Μπαίνουν μέσα η Αλεξάνδρα με τον Αναστάση και βλέπουνε το Μιχάλη να τρώει το κουλουράκι. Την λέει ο Αναστάσης: "Αλεξάνδρα, εμένα δε μου έκανε κουλουράκι;" "Δε σου έκανε. Εσύ θα φας ψωμί."

Και μέσα στο δέντρο αυτό της μιας ιστορίας, της μιας οικογένειας, όλος ο μικρόκοσμος ενός τόπου και ενός διαρκούς χρόνου, τα χώματα και ο άνεμος των πολλών που έρχονται και συνυπάρχουν θες δε θες, ιστορίες εγκιβωτισμένες, των άλλων οι ιστορίες που βρίσκονται δίπλα τους, που χρωματίζουν με τη σειρά τους το ίδιο αυτό υφαντό, με κλωστές, τις περισσότερες φορές μαύρες κλωστές, όπως αγγεία μελανόμορφα που σε μια στιγμή σπάνε κι ανασύρονται τα θραύσματά τους, όστρακα που ζωντανεύουν και αφηγούνται την ιστορία μέσα στην ιστορία, θρύλοι και κάποτε μύθοι κι όλα αυτά που συντελέστηκαν σε ένα χρόνο που φαίνεται πλέον επίπεδος, η χρονογραμμή της μια ζωής των όλων και του μαζί, ο Κίκης, ο θεότρελος, ο παπα-Γιάννης και οι λίρες, ο Γεωργαράς και ο χωροφύλακας, ο Κατσιφάρης ο Ασιθιανός, ο δικηγόρος, η γυναίκα του και το μοναδικό παιδί τους, ο τάδε από τα Λιβάδια, οι καλόγριες του Αγίου Νεκταρίου, η μια Κουνάλη, η Καντρογιάνναινα, οι Γερμανοί και οι πατάτες, η γουρούνα η ζωντανή από το κάψιμο του χωριού, οι παντόφλες οι κακοτερένιες, ο τρύγος, το λιομάζωμα, το άμα τελειώσει ο πόλεμος, ο Πετρακογιώργης οι εικοσιπέντε αντάρτες του, η Τασούλα που την έκλεψε ο Κεφαλογιάννης, τα αυτιά που τα τρυπούσαν με το Χριστός Ανέστη, το μετά τον αρραβώνα που ο αρραβωνιαστικός ξυπνούσε τη νύφη, το μετά τον αρραβώνα που η κοπέλα θα κοιμηθεί με τον αρραβωνιαστικό της, έθιμα και αφηγήσεις πρόδρομες και ανάδρομες, μπρός πίσω, συνυφαίνονται όμως, καθώς συνυπάρχουν μέσα στον πραγματικό χρόνο όλων τους και αποτυπώνονται ως μνήμη πλέον κοινή. Μια μνήμη από την οποία συναποτελούμαστε είτε συμμετέχουμε με τρόπο άρρηκτο είτε και όχι:

"Η μνήμη, κι όταν ακόμα δεν είναι ζωντανή, [...] δεν χάνεται, ούτε χαλνά. Υπάρχει μια μνήμη που δεν την συγκρατούμε. Μια μνήμη που τη δεχόμαστε και που τη μεταφέρουμε. Την κουβαλάει καθένας μέσα στο φυσικό του. [...] Ζώντας πλάι στους ανθρώπους δεχόμαστε τη μνήμη τους. Άθελα, ασυναίσθητα, τελούμε τελετές μνήμης"

Κομμάτι ατόφιο μνήμης, το στημόνι και το λαγήνι του πηγαδιού την ίδια ώρα, η ενδοχώρα της Αλεξάνδρας, ένας κόσμος ασίγαστος όπως το νερό, σιωπηλός όπως η πέτρα, ανθοφόρος την ίδια ώρα όπως η παρακάτω κρύπτη. Κρύπτη που μοιάζει κιβωτός:

"Ο Γιάννης αγαπούσε πολύ τ' αυγά. Είχανε κότες, αλλά η μητριγιά μάζευε τ' αυγά για τα δικά της τα παιδιά, που ήτανε μικρά. Η Αλεξάντρα έκλεβε πού και πού κανένα αυγό, και είχε μια βαλίτσα με το εργόχειρο που κεντούσε και τα έβαζε εκεί μέσα, άμα έρθει ο Γιάννης να του τα ψήσει να τα φάει". "[...] Πήγε να βαφτίσει ένα παιδί και πέσανε οι Γερμανοί να κάψουν το χωριό. [...] δεν τον ξανάδανε. [...] Το μόνο που έγινε ήταν ότι πολλά χρόνια μετά πήγε ένας χωροφύλακας στο σπίτι και είπε του Στρατοβασίλη: "Κύριε Ξυλούρη, θα υπογράψετε σ' αυτό το χαρτί, γιατί πρέπει να παίρνετε μια σύνταξη." Κι από εκεί βεβαιωθήκανε ότι δεν υπάρχει πια Γιάννης. Η Αλεξάντρα συνέχιζε να φυλάει αυγά. Άμα μπαγιαντεύανε, τα πήγαινε και τα πούλαγε για να αγοράζει κλωστές, να τις έχει να κεντά, και κρατούσε πάντα φρέσκα αυγά για όταν θα ερχότανε ο Γιάννης"

Ανακαλείται τώρα η ομοιότητα ενός Λόγου Κοινού -και μιας πράξης Κοινής. Στο Μεσόβουνο της Δυτικής Μακεδονίας, χωριό που σφαγιάστηκε δυο φορές από τους Γερμανούς, μια γυναίκα, παιδί τότε, γερόντισσα τώρα, μαρτυρεί: "Από τότε την πόρτα δεν τη σφράγισα ούτ' ένα βράδυ. Μην έρθει κάποιος τους και βρει την πόρτα του σπιτιού του κλειστή". Πάνε 78 χρόνια από τότε.

Σύρεται, ειπώθηκε, ο λόγος ως την καταγραφή της λαλιάς. Με τον τρόπο κάποτε ενός παιδιού, με τις δικές του απλές λέξεις μπροστά στο θαύμα:

"Όταν μεγαλώσει πολύ [ο μεταξοσκώληκας] αρχίζει να τραγουδάει. Κάνει ένα παράξενο θόρυβο και είναι πάρα πολύ όμορφο"

Και την ίδια ώρα στην αλληγορία να μεταπηδά της γραφής με τρόπο υπόσκαφο σχεδόν:

"Το κουκούλι γίνεται σκληρό σαν την ούγια του πανιού, μόνο που έχει τη γλύκα του μεταξιού και το δικό του χρώμα. Φτιάχνοντας το μετάξι, ο σκώληκας φαγώνεται και μένει μόνο η ψυχή, πεταλούδα"

Τη ζωή του φτιάχνοντας ο σκώληκας φαγώνεται και είναι τούτο που μένει μόνο από το ξόδεμα αυτό. της γραφής του η ψυχή και η δική του.

Κι από την άλλη, το κουκούλι σκληρό απ' έξω -ούγια του πανιού- με τη γλύκα του μεταξιού όμως και το δικό του χρώμα για κείνον που αγνοήσει τον φλοιό και δει μέσα, καταμέσα. Αλληγορία όχι μονάχα της γραφής μα και της αγάπης ίσως.

"Όταν μεγαλώσει αρκετά και μεστώσει, στο μπάσιμο του καλοκαιριού" και στην ώρα της ώρας, τότε "αρχίζει να φτιάχνει το κουκούλι του", "με μεγάλη ησυχία" "γυρίζει γύρω-γύρω, αφήνοντας πίσω του την κλωστή, μέχρι που να κλειστεί μέσα"

Η κλωστή. νήμα και λαβύρινθος την ίδια ώρα. Αριάδνη και Θησέας την ίδια ώρα. Κατέχεις και δεν κατέχεις την έξοδο. Και ίσως έξοδος να είναι αυτή η παραμονή στο σκληρό κουκούλι. το γλυκό σα μετάξι μέσα. Εκεί όπου συμπυκνώνεται το όλον της ψυχής. Το "θέλω", το "θα 'θελα", το "μπορώ", το "δεν μπορώ" της. Όπως ακριβώς στο κουκούλι των μικρών κλειστών κοινωνιών:

"Στις μικρές κλειστές κοινωνίες, όπου η δυνατότητα είναι απαγορευμένη και η πρωτοβουλία, για να υπάρξει, πρέπει να μετοικήσει, όπου εκείνο που συμβαίνει δεν είναι παρά εκείνο που θα μπορούσε να συμβεί, οι άνθρωποι αυτοί ζουν ένα απαρομοίαστο τέντωμα της ψυχής και μέσα απ' αυτό πετυχαίνουν να εκφράσουν πράγματα που δεν μπορούν να ζήσουν"

Και αυτή η παραμονή στο κουκούλι γεννά αυτή την πολύτιμη αίσθηση του ελάχιστου που' ναι ζωογόνο μέσα στο λίγος του, αυτής της ατόφιας λεπτομέρειας πάνω από την οποία στέκεσαι, θαυμάζεις και γονυκλινείς, και που γίνεται η πηγή για κείνο που λέμε μεράκι ή και saudade σε άλλες κοινωνίες, κάτι μεταξύ πέτρας και νερού επίσης, μελαγχολίας και λαχτάρας, που κάποτε ανθίζει κιόλας: 

"Ωστόσο αυτό τους χαρίζει μια ιδιαίτερη αίσθηση για το καθετί, αυτό που λένε μεράκι, μια ιδιαίτερη, αποστομωτική, λεπτότητα για να μεταχειρίζονται πράγματα που αλλιώτικα θα φαίνονταν ασήμαντα ή τραχιά, κι αυτοί τούς προσδίνουν ποιότητα και έξαρση"

Και έτσι, ίσως, ο κόσμος να έχει εκ προοιμίου μοιραστεί στα δύο. Σ' αυτούς που κουβαλάνε το σύννεφο μέσα στην κάθε στιγμή τους. Και σε όσους όχι.

"Κι όμως οι άνθρωποι αυτοί έχουν συλλάβει το όλο. Ακαθόριστα, χωρίς λόγια. Είναι ένα μεγάλο σύννεφο που έχει καθίσει μες στην ψυχή τους. Το κουβαλάνε κάθε στιγμή. Και όταν σκέφτονται και όταν ξεχνιούνται. Δεν μπορούν να το φτάσουν, δεν μιλούν γι' αυτό"

Κλείνοντας τούτη την ανάγκη να μιλήσω για το flora mirabilis της Κλαίρης Μιτσοτάκη [εκδόσεις Το Ροδακιό, 1996], καταγράφω την πιο μετέωρη ενδεχομένως στιγμή του. Ενδεχομένως και την πιο ακαριαία, καθώς τίποτα πριν και τίποτα το μετά δε συγκρίνεται με την επιγραμματική παραμυθία ή και ανθοφορία της:

"Τι είναι η έμπρακτη αγάπη; Μια μεγάλη πέτρα που τρέχει νερό"

Όλγα Ντέλλα

Κυριακή 5 Μαΐου 2019

ἦν δε ἐν τῷ τόπῳ κῆπος: στάσιμο ΣΤ'


[Δημήτρης Άνθης, Παναγία. Λευκή συμφωνία, 1980-1986]


Η ΓΑΛΗΝΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟ

Ό,τι αισθάνθηκαν τότε: δεν είναι γλυκό
πέρα από κάθε μυστήριο
και πάντα ακόμη επίγειο:
όταν Αυτός, κάπως χλωμός ακόμη απ' τον τάφο,
ελαφρύς, καθώς εκπλήρωσε το Χρέος, ήλθε κοντά της:
παντού επί γης Αναστημένος.
Ω, κοντά της πρώτα. Τι απερίγραπτη ίαση βρήκαν κι οι δύο.
Σίγουρα, ίαση ήταν.
Και δε χρειάστηκε καν με δύναμη ν' αγγιχτούν.
Για μία στιγμή και μόνο
το χέρι Του, που εντός ολίγου έβαινε
στην αιωνιότητα, ακούμπησε στον γυναικείο ώμο.
Και άρχισαν γαλήνιοι,
καθώς την άνοιξη τα δέντρα,
κι αιώνιοι συγχρόνως,
την Εποχή της έσχατης Κοινωνίας τους.

 ΡΑΪΝΕΡ- ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ

Σάββατο 27 Απριλίου 2019

ἦν δε ἐν τῷ τόπῳ κῆπος: στάσιμο Ε'




[Δημήτρης Άνθης, Παναγία]

«Κύριέ μου,
έτι άπαξ αν ειπώ, μη οργισθής μοι.
λέξω σοι ο έχω, ίνα μάθω παρά σου πάντως ο θέλω.
αν πάθης, αν θάνης, αναλύσεις προς εμέ;
αν περιοδεύσης συν τη Εύα τον Αδάμ, βλέψω σε πάλιν;
αυτό γαρ φοβούμαι, μήπως εκ του τάφου
άνω δράμης, τέκνον, και ζητούσά σε ιδείν
κλαύσω, κράξω. “πού εστιν
ο υιός και θεός μου”;»


ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ


«Καταλαβαίνω, Κύριε, την αποστολή Σου,
καταλαβαίνω τι επρόκειτο ναν’ οι μαθητές Σου,
όμως είμαι βέβαιος πως πριν τους δης εκείνους,
όμως είμαι βέβαιος πως μόλις αναστήθηκες
θα πέρασες πρώτα-πρώτα μια στιγμούλα απ’ τη Μάννα Σου,
θα πέρασες μια στιγμούλα να σε δη η Μάννα Σου
(-Μητέρα, άνοιξε, Εγώ είμαι!)
κι’ ας δεν το λεν οι Ευαγγελιστές,
κι’ αν άλλα μετρούσαν για την αποστολή τους,
αν αυτό τ’ ανθρώπινο δεν τους ενδιέφερε,
αν δεν τους ενδιέφερε
που Σου παρέμεινε λιγάκι αυτό τ’ ανθρώπινο»


ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ

Παρασκευή 26 Απριλίου 2019

ἦν δε ἐν τῷ τόπῳ κῆπος: στάσιμο Δ'


[el cant des ocells: το τραγούδι των πουλιών, παραδοσιακό Καταλάνικο χριστουγεννιάτικο τραγούδι και νανούρισμα, όπου μεταφέρεται η χαρά της φύσης για τη γέννηση του Χριστού]


Είπα για τον Χριστό, πως βρίσκεται πλάι στους ποιητές. Αυτό είναι αλήθεια. Ο Σέλλεϋ κι ο Σοφοκλής ανήκουν στη συντροφιά του. Μα κι ολόκληρη η ζωή του είναι το πιο υπέροχο ποίημα. Γιατί, σ' ό,τι αφορά "στο έλεος και το φόβο", δεν υπάρχει τίποτα σ' ολόκληρο τον κύκλο της Ελληνικής Τραγωδίας που να μπορεί να το φτάσει. Η απόλυτη αγνότητα του πρωταγωνιστή υψώνει ολόκληρο το σχήμα στο ύψος μιας ρομαντικής τέχνης, απ' όπου έχουν αποκλειστεί, εξαιτίας ακριβώς της φρίκης τους, τα παθήματα των Θηβών και της γενιάς του Πέλοπα και αποδείχνει πόσο άδικο είχε ο Αριστοτέλης όταν έλεγε, στην πραγματεία του για το δράμα, πως θα' ταν αδύνατο να αντέξει κανείς το θέαμα ενός εντελώς αθώου που υποφέρει. 

Ούτε στον Αισχύλο ούτε στον Ντάντε, αυτούς τους αυστηρούς δασκάλους της τρυφερότητας, ούτε στον Σαίξπηρ, που είναι ο πιο αγνά ανθρώπινος απ΄όλους τους μεγάλους καλλιτέχνες, ούτε σ' ολόκληρη την κελτική μυθολογία και την παράδοση, όπου η ομορφιά του κόσμου δείχνεται μέσα απ' την ομίχλη των δακρύων κι όπου η ζωή ενός ανθρώπου δεν είναι τίποτα παραπάνω απ' τη ζωή ενός λουλουδιού, πουθενά δεν υπάρχει τίποτα που -με την απλότητα και μόνο του πάθους που έχει συνυφανθεί και έγινε ένα με το μεγαλείο της τραγικής εντύπωσης- να μπορεί να θεωρηθεί ότι έφτασε ή ότι πλησίασε έστω την τελευταία πράξη των παθών του Χριστού. 

Το δείπνο με τους συντρόφους του, που ένας τους τον είχε κιόλας προδώσει έναντι αμοιβής. Η αγωνία στον ήσυχο φεγγαρόφωτο κήπο. Ο δήθεν φίλος που τον πλησιάζει για να τον προδώσει μ' ένα φιλί. Ο φίλος που πιστεύει ακόμα σ' αυτόν και που πάνω του, σαν σε βράχο, είχε ελπίσει να χτίσει ένα καταφύγιο για τον Άνθρωπο, να τον αρνιέται μόλις λαλήσει ο αλέκτωρ, τα χαράματα. Η έσχατη μοναξιά του, η υποταγή του, η αποδοχή των πάντων. Και μαζί μ' αυτά κάτι σκηνές, όπως αυτή που ο Αρχιερέας της εβραϊκής ορθοδοξίας διαρρηγνύει εν οργή τα ιμάτιά του κι ο λειτουργός της κοσμικής δικαιοσύνης στέλνει να του φέρουν νερό, με τη μάταιη ελπίδα να αποπλύνει απ' τα χέρια του την κηλίδα αυτού του αθώου αίματος, που τον κάνει να παραμένει η άλικη μορφή της Ιστορίας. Η ιεροτελεστία της στέψης της θλίψης, μια απ' τις πιο υπέροχες στιγμές που μας άφησε η γραπτή Ιστορία. Η σταύρωση του Αθώου μπροστά στα μάτια της μητέρας του και του αγαπημένου του μαθητή. Οι στρατιώτες που παίξανε στα ζάρια τα ιμάτιά του. Ο τρομερός θάνατος, που μ' αυτόν έδωσε στον κόσμο το πιο αιώνιο σύμβολό του. Και η τελική του ταφή στο μνήμα ενός πλούσιου, με το κορμί του σαβανωμένο σε λινό της Αιγύπτου, με ακριβά μυρωδικά και αρώματα, σαν να' ταν γιος βασιλιά.

Όταν τα στοχαστεί κανείς όλ' αυτά απ' τη σκοπιά της Τέχνης και μόνο, δεν μπορεί παρά να νιώσει ευγνωμοσύνη που η μεγαλύτερη λειτουργία της Εκκλησίας είναι η παράσταση αυτής της τραγωδίας, χωρίς την αιματοχυσία της, η μυστικιστική παρουσίαση με το διάλογο, τα κοστούμια και τις χειρονομίες ακόμα των Παθών του Κυρίου τους. Και είναι πάντα πηγή αγαλλίασης και δέους για μένα να θυμάμαι ότι η ύστατη επιβίωση του ελληνικού χορού, -που χάθηκε από κάθε άλλη τέχνη- βρίσκεται στον διάκονο που απαντάει στον ιερέα την ώρα της Λειτουργίας.

Όλη η ζωή του Χριστού -τόσο απόλυτα μπορεί η θλίψη και η ομορφιά να γίνουν ένα- στο νόημα και την εκδήλωσή της είναι στην πραγματικότητα ένα ειδύλλιο. 


OSCAR WILDE, De profundis

Πέμπτη 25 Απριλίου 2019

ἦν δε ἐν τῷ τόπῳ κῆπος: κομμός Β' και στάσιμο Γ'



«Θάπεφτε, δεν άντεχε άλλο το Σταυρό.
Και θάπεφτε πολύ νωρίτερα
αν δεν Τον έβλεπε η Μητέρα Του.
Όταν Τη διέκρινε ανάμεσα στο πλήθος
πιέστηκε όσο μπορούσε,
συγκέντρωσε όση δύναμη μπορούσε
και πέρασε από μπροστά Της σταθερός κι’ ακμαίος,
μ’ ένα αδιόρατο κιόλας χαμόγελο.
Ελπίζει να τα καταφέρη ως το στρίψιμο του δρόμου,
προσεύχεται να τα καταφέρη ως το στρίψιμο του δρόμου
(«Αυτό, τουλάχιστο, Πάτερ μου»!).
Δε σκέφτεται τη Σταύρωση,
τίποτ’ απ’ όλα τ’ άλλα δε σκέφτεται,
μονάχα το στρίψιμο»


 ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ





ΣΤΑΣΙΜΟ Γ'

1.

Εκείνη η κοπέλλα
που Του σπόγγισε το πρόσωπο με το μαντήλι της,
εκείνη η κοπέλλα
που αντικατέστησε τη μάννα Του!

2.

"Εν πάση περιπτώσει να μην ξεχνάμε
πως γυναίκα ήταν που Του σκούπισε τον ιδρώτα,
να μην ξεχνάμε πως από γυναίκα θάναι
το μόνο ενθύμιο που θάχη από εμάς»

3.

«Όχι εκείνη την πονεμένη φωτογραφία
που της χάρισες, Χριστέ μου,
να τη βασανίζη σ’ όλη της τη ζωή.
Έπρεπε να βρης λίγο χαμόγελο,
έπρεπε για το χατήρι της να βρης λίγο χαμόγελο»

4.

«Φοβάμαι πως δεν θάχης τίποτ’ άλλο να θυμάσαι από εμάς
παρά μονάχα εκείνη την κοπέλλα
που Σου σκούπισε το πρόσωπο»

5.

«Εκείνο το σκούπισμα του προσώπου Σου
να τόχης πάντα στην τσέπη Σου, Κύριε,
να μας θυμάσαι»


ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ

Τετάρτη 24 Απριλίου 2019

κομμός Α': Ο Μιχάλης


κομμός Α΄: Ο Μιχάλης

Σε σταμάτησε από μακριά. Μόνο τα νώτα του είδες μες σε βροχή που δυνάμωνε. Μπροστά του η λίμνη. Μια λίμνη που πιο πολύ τη νιώθεις μες σε διαρκή ομίχλη. Κι αυτός μες στην ομίχλη έναν αιώνα τώρα. Ο γλύπτης, Γρηγόρης Ριζόπουλος, κατάφερε να σημαδέψει τη στιγμή του με μια υποβλητική παρουσία, αυτή μιας φωτογραφίας του. Και την ίδια ώρα να υπογραμμίσει την ορειχάλκινη μοναξιά της. Μες σε τέσσερις σειρές χαράχτηκε όλη η ζωή του.  Μες σε τέσσερις στίχους το μοιρολόι του. Η βροχή έπεφτε. Ο άνεμος διέλυε τις ομπρέλες. Ο Μιχάλης κοιτούσε. Ο πρόχειρος φακός ενός κινητού ενστικτωδώς τον κράταγε, για να τον ανασύρει μετά. Τον ανέσυρε.



Ο Μιχάλης γεννήθηκε στην Άση Γωνιά Χανίων το 1889. Στα 17 του χρόνια, το 1906, ανεβαίνει ως εθελοντής στον Μακεδονικό Αγώνα, στο σώμα του Παύλου Γύπαρη. Στα 23 του ως Υπαρχηγός στο εθελοντικό σώμα του Παύλου Γύπαρη και στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1912-1913. Εδώ και τραυματίστηκε στις 19-10-1912 στη μάχη της Καλλιστράτης, στην Κοζάνη. Φεύγει ως υπαρχηγός στο εθελοντικό σώμα του οπλαρχηγού Ιωάννου Βρανά για τη Χίο, συμμετέχει στην απελευθέρωσή της (11/11 έως 21/12 1912), επιστρέφει. Ακολουθεί ο Ελληνοβουλγαρικός πόλεμος, τον βρίσκει να μάχεται ως Αρχηγός εθελοντικού σώματος υπό τον Γεώργιο Τσόντο Βάρδα (16/06 έως 28/07/1913) στο Κιλκίς, στις Σέρρες. Στα 25 του ο ίδιος ως Αρχηγός εθελοντικού σώματος στον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα του 1914 στην περιοχή Κορυτσάς. Εκεί και έπεσε μαχόμενος στις 24 Απριλίου 1914 κατά τη μάχη της Νικολίτσας. Δεν επέστρεψε ποτέ στην Κρήτη.





"Στου Μίνωα τη γη, ξένε, σαν πας
και το τραγούδι ακούσεις του ριζίτη,
πες τους στην Κορυτσά απόμεινα,
φρουρός στην Ήπειρο, τιμή στην Κρήτη"


Ο Μιχάλης στέκεται κοιτώντας προς τα βουνά εκείνα που έμεινε το επίγειο σώμα του. Το σώμα της ψυχής του, όμως, ίσως και να ταξίδεψε στην Κρήτη. Ίσως και ν' αντάμωσε όλους αυτούς που χαιρέτησε και αποχαιρέτησε για πάντα, εκείνη τη χρονιά που ανέβηκε στη Μακεδονία. Ο τάφος του και τα οστά του κάπου χαμένα μες στα βουνά όπου τα σκόρπισαν όταν τον σκότωσαν. Αυτό το άγαλμα έχει και θέση μνήματος, για τούτο και οι συγγενείς του, όταν ανέβηκαν από την Κρήτη, έριξαν χώμα γύρω του, χώμα απ' την πατρίδα του, χώμα από το χωμάτινο πάτωμα του έρημου πια σπιτιού του. Χώμα που περπατούσε σαν ήταν παιδί. Κι έναν αζίλακα, δέντρο της πατρίδας του, που εδώ δεν υπάρχει. Να' ναι κοντά του, όπως μόνο τα δέντρα μπορούν και είναι κοντά στους ανθρώπους.

Σε σταμάτησε η ακίνητη τούτη μορφή από μακριά. Σα να μην ήταν ακίνητη. Σα να ταξίδευε. Είχε πολλούς λόγους να το κάνει. Σε σταμάτησε να γνωριστείτε. Και τον γνώρισες. Να μάχεται όπου και εσύ περπατάς, όπου και για σένα ήταν πατρίδα και όπου και τώρα είναι. Τον Μιχάλη μόλις τον γνώρισες. Όμως, έχεις τη βεβαιότητα πως είναι η αρχή μιας φιλίας, με τον τρόπο που κατανοούν οι αναγνώστες του Ομήρου, του Σαίξπηρ, του Παπαδιαμάντη, του Λεμπέση ή του Θεόφιλου. Του Χατζιδάκι. 

Σήμερα, ίσως περισσότερο από ποτέ, η συλλογική μνήμη είναι διάτρητη από σκοπιμότητες πολιτικές και συγκεκριμένες πολιτικές πράξεις που οδηγούν σε μια ολοσχερή συλλογική λήθη. 

Τούτες τις μέρες και για μια ακόμη φορά έχουμε κατακλυστεί από τα ράφια των υποψηφίων που επιδιώκουν μια θέση στη δική τους αθανασία -όχι, δεν είναι όλοι στο ίδιο καζάνι, ασφαλώς. Ωστόσο, οι θυσίες δεν είναι το must των ημερών ούτε και το in τους. Μια εφιαλτική αγοραπωλησία ψήφων, η κατίσχυση του φαίνεσθαι, η αλαζονεία και η εμφραγματική ρηχότητα, μια ακατάσχετη διαδικτυακή φλυαρία μέσων ακοινωνικής δικτύωσης, μια κουφόβραση που δεν οδηγεί σε καμία βροχή, μόνο θλίψη μπορούν να γεννήσουν και απογοήτευση, εκ θεμελίων όμως. 

"Η ιστορία" είπε ένας από τους απογόνους του Μιχάλη, ο Ιωάννης Γ. Μελαδάκης, ανήκει σ’ αυτούς που τη γράφουν με τις πράξεις και εν ανάγκη με το αίμα τους και ο Καπετάν Μιχάλης Μελαδάκης είναι μέρος της ιστορίας μας, γραμμένης με το αίμα του". Αναρωτιέμαι, στ' αλήθεια, -ερώτημα ρητορικό και άρα αναπάντητο, καθώς προφανέστατη η θέση του- αν εις από όλους αυτούς που επιδιώκουν να εισέλθουν σε αυτή την εφήμερη ιστορία της Ιστορίας μας, έχει κάπως και κάτι από αυτή την αυτοθυσία τούτων των λησμονημένων ηρώων. "Γιατί είναι άλλο να δίνεις ό,τι έχεις και άλλο να δίνεις ό,τι είσαι", όπως πάλι ο ίδιος είπε.


Το 2012 το άγαλμα αυτό στήθηκε στο μώλο της λίμνης των Ιωαννίνων, δίπλα και πολύ σωστά στον Λορέντζο Μαβίλη. Ήταν Μάιος όταν ανέβηκαν συγγενείς και συγχωριανοί του μαζί με τους Γιαννιώτες για αυτή την τελετή. Δεν ξέρω αν παρευρέθηκαν και άλλοι, άνθρωποι των τόπων όπου πολέμησε ως εθελοντής για αυτούς. Δεν ξέρω αν βρέθηκαν και άλλοι Έλληνες που πολέμησε για την ελευθερία τους. Σε αυτή τη στιγμή ο Ιωάννης Γ.Μελαδάκης, είπε τα παρακάτω, που σημειώνονται μόνο και μόνο για την υπογράμμιση της στιγμής και για την αλήθειά τους:

«Τα μνημεία δεν είναι ψυχρά αντικείμενα, είναι ζωντανοί οργανισμοί στον ιστό της πόλης. Επικοινωνούν, συνδιαλέγονται και παίρνουν ζωή όχι μόνο με το όνομα που φέρουν, αλλά κυρίως με το έργο και τις πράξεις τους. [...]
Γεννήθηκε στην Αση-Γωνιά Χανίων στα 1889. Εζησε παιδί στο ταραγμένο κλίμα των ύστερων ξεσηκωμών του κρητικού λαού εναντίον του Τούρκου και μετά αντάρτης με τους αντάρτες στα 17 του, περνά την εφηβεία και ανδρώνεται μαθαίνοντας την τέχνη του αντάρτικου αγώνα στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας, όπου λημέριαζε εκεί στα 1906 – 1907 πολεμώντας Τούρκους και Βούλγαρους μέσα στην Τουρκιά.
     Και μετά στα 23 του, αυτός ο ικανός των ειδικών δυνάμεων της εποχής, υπαρχηγός εθελοντικού σώματος, να προηγείται του Στρατού κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1912, να ’ναι δηλαδή πρόσκοπος με ειδική αποστολή και να τραυματίζεται με διαμπερές τραύμα στήθους τον Οκτώβριο του 1912 σε μάχη με τους Τούρκους πριν την Κοζάνη.
     Κι ύστερα από έναν μήνα να τον βρίσκουμε να πολεμά στη Χίο, πάλι ως υπαρχηγός εθελοντικού σώματος. Παρ’ ό,τι λαβωμένος δεν μπορούσε να περιμένει, στη Χίο υπήρχαν δυσκολίες, η Τουρκία ήταν δίπλα, αλλά και παρούσα και τα οχυρωματικά έργα των Τούρκων δυνατά, έπρεπε να βοηθήσει. 
     Και μετά στα 24 του, έμπειρος πλέον Καπετάνιος, με δικό του ασκέρι, να συμμετέχει εθελοντικά εναντίον των Βουλγάρων στον δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο και στο Κιλκίς και στη Δράμα και στα Πορόια Σερρών και στο Νευροκόπι.
     Κι ύστερα να παίρνει ξανά την ανηφόρα και προβεβλημένος πλέον αρχηγός να φθάνει στη Βόρειο Ηπειρο, επικεφαλής των εθελοντών ανταρτών της επιλογής του και να συμμετέχει, εκεί αρχές του 1914, στον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα, αρνούμενος τα πιστοποιητικά καλής διαγωγής και υπακοής, αλλά και αποχής από τον αγώνα αυτόν, όπως απαιτούσαν οι Ευρωπαίοι. Και εκεί στα 25 του, πολεμώντας ´μπέτη με μπέτη´, παράτολμα και γενναία, σκοτώνεται σε μάχη κοντά στην Κορυτσά.
     Η σορός του περιέχεται στα χέρια των αντιπάλων Αλβανών, φωτογραφίζεται και στη συνέχεια το πτώμα του κατακρεουργείται και αφήνεται άταφο βορά στα όρνεα και τα άγρια του δάσους.
    Αυτός ήταν ο βίος του καπετάν Μιχάλη. Βίος σύντομος, περιπετειώδης, ηρωικός, αξιοσημείωτος για τον ιστορικό και ίσως παράξενος για μας σήμερα. Μερικοί μάλιστα να είπαν τότε ή να πουν σήμερα ´πήγαινε γυρεύοντας´. Αυτός όμως δεν πολέμησε γι’ αυτούς.
Πολέμησε για να γίνει ελεύθερο εκείνο το δούλο Ελληνικό κομμάτι το πάνω από τη Μελούνα και να ενωθεί με το άλλο τρανό κομμάτι, κείνο που μας χάρισε η επανάσταση του 1821.
Πολέμησε να γίνει το Αιγαίο Ελληνικό, να το υμνούν οι ποιητές μας και να το τραγουδούν οι τραγουδιστάδες μας, να απλώνουν τα δίχτυα τους οι ψαράδες μας να θρέφουν τις φαμίλιες τους και τα νησιά του να ’ναι Ελληνικά, μια γαλάζια ζωγραφιά γεμάτη ελιές, πέτρες, ήλιο και φως.
Πολέμησε για την Εκκλησία, το ράσο του παπά, την πίστη του ραγιά. Πολέμησε για την Ελληνική σημαία κείνη που ευγνώμονα τον καλύπτει τώρα. Πολέμησε για τον Κοζανίτη να μαζεύει ελεύθερος τον κρόκο του, τη νέα της Φλώρινας λεύθερη να ’ναι και να παντρεύεται στον Αγιο Αλίλλειο στις Πρέσπες, τους Χιώτες να ’ναι ελεύθεροι το ούζο τους να πίνουν στην παραλία και να κουβεντιάζουν για καράβια, θάλασσες και Χιώτες καπεταναίους, τους κατοίκους στο Νευροκόπι να ’ναι ελεύθεροι και γύρω από τη σόμπα τον χειμώνα να μιλούν για θερμοκρασίες κάτω του μηδενός, τον Δραμινό να παραμένει Μακεδόνας και να ’ναι λεύτερος στο δικό του βουνό το Φαλακρό, σα θελήσει, να κάνει σκι τον χειμώνα ή πεζοπορία το καλοκαίρι και τον Ηπειρώτη λεύτερος να ’ναι και κείνος να χορεύει τους πατροπαράδοτους χορούς του.

Και πολέμησε χωρίς μισθό, χωρίς υπερωρίες, χωρίς να παίρνει επίδομα κατοχής όπλου ή επίδομα «επικινδύνου εργασίας».
Ο Καπετάν Μιχάλης δεν διετάχθη να πολεμήσει. Δεν ήταν στρατιώτης.
Ο Καπετάν Μιχάλης δεν υποχρεούτο να πολεμήσει. Δεν κινδύνευε ο τόπος του.
Ο Καπετάν Μιχάλης επέλεξε να πολεμήσει. Ηταν εθελοντής. Και πολεμούσε εθελοντικά, ξανά και ξανά, οκταετία ολόκληρη. Γιατί όταν επιδιώκεις τη λευτεριά, όπως εκείνος, δεν ξεδιαλέγεις τυράννους, μα τους πολεμάς όλους γιατί ούλοι το ίδιο είναι.

Συμμετείχε εθελοντικά σε όλα τα εθνικά προσκλητήρια και μ’ αυτή του τη συμμετοχή υπηρέτησε και εξύψωσε τις ιδέες της συμπαράστασης, της αλληλεγγύης, της φιλοπατρίας και της αυτοθυσίας.
Γιατί είναι άλλο να δίνεις ό,τι έχεις και άλλο να δίνεις ό,τι είσαι.

Με κινητήριες δυνάμεις τo θάρρος και την αποφασιστικότητα, η αγάπη του για την πατρίδα τον οδήγησε σε μία ανιδιοτελή, γενναιόδωρη και μαχητική στράτευση, σε πράξεις ηρωισμού μεγάλης ηθικής αξίας και εν τέλει σε αυτοθυσία κορυφαίου μεγαλείου.

Και η μάζωξη; Τα μέσα για τον σκοπό; Η εκκίνηση; Η πορεία για τον τόπο του καθήκοντος; Τα άγνωστα μέρη; Οπου βρέχεσαι, κρυώνεις, πεινάς, κρύβεσαι, κινδυνεύεις, μυρίζεσαι τον θάνατο, πολεμάς εχθρούς σε έναν αντάρτικο πόλεμο χωρίς έλεος, όπου δεν απελευθερώνεσαι εσύ, ελευθερώνεις σκλάβους Ελληνες. Αυτές τις παράτολμες πράξεις σε ποια λογική να τις βάλεις; Ποια φωνή; Ποια εντολή; Ποια εξουσία επέβαλε αυτή τη συμπεριφορά; Ήταν το προσκλητήριο της ιστορίας; Ηταν οι άρρηκτοι δεσμοί του Ελληνικού βορρά με τον νότο και η αμφίδρομη προσφορά των κατοίκων που αποτελεί παγιωμένη πρακτική; Ηταν η φωνή της εθνικής του αξιοπρέπειας που δραστηριοποίησε την ιστορική του μνήμη και κρίση και πέρασε τον Καπετάν Μιχάλη Μελαδάκη στην πρωτοπορία; Οποια κι αν ήταν η εσωτερική φωνή με το μεγάλο ηθικό βάρος και τη δύναμη της επιβολής ο Καπετάν Μιχάλης Μελαδάκης την ακολούθησε και έγραψε ιστορία.

Η ιστορία ανήκει σ’ αυτούς που τη γράφουν με τις πράξεις και εν ανάγκη με το αίμα τους και ο Καπετάν Μιχάλης Μελαδάκης είναι μέρος της ιστορίας μας, γραμμένης με το αίμα του.

 Οταν αγνοείς μια τέτοια θυσία, όχι απλά δεν είναι δίκαιο ιστορικά, είναι βλαβερό για το έθνος, γιατί το δικαίωμα να αγνοεί κανείς ήρωες γενναίους δεν υπάρχει. Παρ’ όλα αυτά, κανένας δάσκαλος δεν μίλησε ποτέ στους μαθητές του για τον οπλαρχηγό Μιχάλη Μελαδάκη και κανείς ποιητής δεν αφιέρωσε λίγη από τη σοφία του για κάποιες αράδες από λέξεις για κείνον.

Αυτός ήταν ο οπλαρχηγός Μιχάλης Μελαδάκης και έτσι εθελοντικά μαχόμενος έπεσε υπέρ πατρίδος στην πιο ψηλή κορφή της νιότης του, ωραίος μέσα στων 25 χρόνων την ορμή.

Και ο θάνατός του είναι πάνω από κάθε ηρωισμό και από κάθε γενναιότητα. 
Γιατί δεν ήταν ήρωας εξ ανάγκης. 
Γιατί δεν ήταν γενναίος από περιστάσεις"

Αυτά είπε ο Ιωάννης Μελαδάκης, συγγραφέας της βιογραφίας του Μιχάλη που κυκλοφορεί με τον τίτλο "Θυσία στο όνειρο".

24 Απριλίου 2019
Όλγα Ντέλλα

Τρίτη 23 Απριλίου 2019

ἦν δε ἐν τῷ τόπῳ κῆπος: στάσιμο Β'


Παναγία Θρηνωδούσα [Παναγία του Χάρου], τέλη 18ου αιώνα, Εκκλησιαστικό Μουσείο Ύδρας

ΣΤΑΣΙΜΟ Β'

1.

«Στο φόντο αντί παιγνίδι ένας σταυρός
από τ’ ανυποψίαστο πίσω πρόσωπό Του.
Μα πούν’ τος και στο φόντο της Μητέρας Του
ο πιο σταυρός απ’ το σταυρό Του;».

2.

«Γιατί πάντα με το Χριστό,
γιατί πάντα εξηρτημένη απ’ Αυτόν;
Ζωγραφίστε μου μια μόνη Παναγιά,
ζωγραφίστε μου μια μόνη Παναγιά να παίζη σχοινάκι,
ζωγραφίστε μου μια μόνη Παναγιά με τα πρώτα της όνειρα,
ζωγραφίστε μου μια ανέμελη Παναγιά
να μην ξέρη τι προγραμματιζόταν πίσω απ’ την πλάτη Της»

3.
«Δεν έπρεπε να Της αφήση έτσι τρυφερά το χέρι,
Έπρεπε να Την προειδοποιήση»

4.

«Είναι κάτι εικόνες
που η Παναγία λες ξέρει πως Της φεύγει ο Ιησούς
λες ξέρει πως Της Τον παίρνουμε
και μας κοιτάζει μ’ ένα θλιμμένο βλέμμα,
και μας κοιτάζει μ’ ένα θλιμμένο παράπονο!»

ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ

Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

ἦν δε ἐν τῷ τόπῳ κῆπος: στάσιμο Α'




ΣΤΑΣΙΜΟ Α'

1.

«Αν έψαχνες για τον “άνθρωπο”
υπήρχε ένας μικρός Ιησούς
πούπαιζε σβώλους στη γειτονιά Του,
αν έψαχνες για τον “άνθρωπο”
υπήρχε ένας μικρός Ιησούς
που τραβούσε τη Μητέρα Του απ’ το ρούχο,
που σκούπιζε τη μύτη με το μανίκι Του.
Αργότερα δεν ξέρω πόσος
“άνθρωπος” απέμεινε».

2.

«Την παιδική Του γειτονιά αναζήτησα πρωτίστως
να Τον δω να κρατά τη Μητέρα Του απ’ το ρούχο,
να Τον δω να παίζη κρυφτό με τα γειτονόπουλά Του»


3.

«Λέω μα ειλικρινά δεν ξέρω αν έπαιξε ποτέ Του κρυφτό,
δεν ξέρω»

4.

 «Οι τύψεις μας πρέπει νάναι
αν δεν έπαιξε ποτέ Του κρυφτό,
η οφειλή μας πρέπει νάναι αν δεν έπαιξε ποτέ Του κρυφτό,
αν άλλα είχε να σκέφτεται απ’ την αρχή-αρχή,
αν άλλα ήταν υποχρεωμένος να σκέφτεται απ’ την αρχή-αρχή»

5.

«Ζωγραφίστε μου ένα μικρό Χριστό στη γειτονιά Του
να παίζη σβώλους,
ζωγραφίστε μου ένα μικρό Χριστό στη γειτονιά Του
να τραβά τη Μάνα του απ’ το ρούχο».

6.

«Γιατί φοβηθήκατε όλοι
να Τον ζωγραφίσετε έστω και μια φορά να χαμογελά;»


ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ



"Στη ζωγραφική του ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΆΝΘΗΣ εξιδανίκευσε τη Γυναίκα και μορφοποίησε την Αγάπη. Στις "Παναγίες" του συνυπάρχουν όλα τα θηλυκά σύμβολα, αλλά πιο πολύ η Αγία Μάννα, με τον Γιο της -που στο πρόσωπό του ένας σταυρός αντικαθιστά τα χαρακτηριστικά του -σύμβολο του Πόνου και του Μαρτυρίου. Δεν μπορεί, ωστόσο, να δει κανείς το ένα σύμβολο χωρίς το άλλο: τη Μάννα-Εγκαρτέρηση χωρίς το Γιο-Σταύρωση, ούτε το Γιο χωρίς τη θεϊκή προστασία της Αγάπης της Μάννας. Μόνο ως αδιάσπαστη ενότητα μπορεί να τα εκλάβει κανείς"

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΓΟΓΓΑΚΗ, επίκουρη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών