Flora mirabilis της Κλαίρης
Μιτσοτάκη
μια
ανάγνωση
Διαβάζεις και κοντοστέκεσαι
εξαρχής. Κάτι από το εξομολογητικό και πετρώδες των Collectanea του Λορεντζάτου -αυτό που στέκεται
ως απόφθεγμα- κάτι από τη χωμάτινη εντελώς μαρτυρία του Κοινού Λόγου, αυτή την
πηγή που έλεγε η Έλλη Παπαδημητρίου. Στο ενδιάμεσο, μεταξύ πέτρας και χώματος,
αναδύεται αυτό, το flora
mirabilis,
το ολόδικό της.
Σε παύσεις αναγνωστικές διαρκώς.
Εκεί όπου τα εν είδει επιγράμματος που προηγούνται της ιστορίας που χτίζεται
καθ' οδόν, και που υπάρχουν ως ο αρμός ανάμεσα στα επεισόδια μιας τραγωδίας -με
την έννοια της απαραίτητης τραγικότητας που ενυπάρχει σε αυτό που λέγεται ζωή- που
η κάθαρση συντελείται μέσα στη νομοτέλεια της αναγκαιότητας ή της επιβίωσης:
"Σ'
αυτό το πρώτο σκαλοπάτι του κόσμου από τι υλικά είναι φτιαγμένη η ζωή των
ανθρώπων; [...] Υποχρεώνονται στην ακρίβεια, στην επιβλητικότητα, στην εγκαρτέρηση.
[...] Τους κρατάει ο βράχος, τους τρέφει το χώμα, τους ντύνει το ζώο"
Κι είναι σα να' χουν πάρει τη
σιωπή και των τριών. Μια σιωπή χοϊκή εντελώς κι άλλοτε να γίνεται πέτρα, όταν
δεν εκφεύγει με άλλο ένδυμα, κάτι που μοιάζει με άνθρωπο και όμως έχει τη φωνή
ζώου ανυπεράσπιστου ίσως, ίσως και ακατέργαστου. Ένας αμοντάριστος τρόπος να
συμβιώνεις με στοιχειά και το στοιχειό μέσα σου. Μια αναμονή του τίποτα για
κείνα που δεν πρόκειται με τίποτα να συμβούν, όμως εμφωλεύουν. Και τίποτα ίσως
δεν είναι πιο δυνατό από αυτό το ανέκφραστο ενυπάρχον:
"Δεν
έχουν αναμονή, δεν περιμένουν κάτι να συμβεί. [...] Το μεγαλύτερο μέρος του
βίου τους κατέχει η μη πράξη. [...] Γι' αυτό και υπηρετούν πρόθυμα. Όταν
υπηρετείς δεν κάνεις πράξη. [...] Κι η επιθυμία τους, μη πράττοντας, γίνεται
πάρα πολύ μεγάλη. Ό,τι κοιτούν, το τσακίζουν"
Διάσπαρτα κομμάτια ενός σχεδόν αυτούσιου
λόγου προφορικού, ένα απόσταγμα μαρτυρίας που διασώζεται στη γραφή, ενώ λειτουργεί όπως οι
ενθυμήσεις στα παλιά λειτουργικά βιβλία σε μια Ακολουθία που συντελείται ερήμην
των προσώπων, καθώς αυτά είναι τυχαία και πάραυτα μοναδικά μέσα στην άπαυτη
επανάληψή τους:
"Τα
κορίτσια φυτεύανε βασιλικό κι αν τους πετύχαινε και γινότανε καλός λέγανε ότι
εκείνη τη χρονιά θα παντρευτούνε -και στο γάμο πάνε βασιλικό. Ήταν η Αλεξάνδρα
χαρούμενη που ο βασιλικός της πήγαινε καλά"
Και λέξεις, λέξεις και ένα ιδίωμα
σε μια διακριτική ζωντάνια, δίχως να γίνεται γραφικό, παρά μονάχα να κρατά το
ίσο αναμέσον της κοινής λαλιάς:
"Όπως
κόβουν το μαλλί, το τυλίγουν στο χέρι, το στρίβουν και το δένουν και το κάνουν
σαν κουλούρι. Αυτό το λένε μποκάρι και το πετούν μες στο τσουβάλι και γεμίζουν
το τσουβάλι ίσαμε απάνω"
Να πλέκονται όλα γύρω από ένα
πρόσωπο, τον Στρατοβασίλη, και την οικογένειά του, κλασική σφιχτή μορφή όπως
πέτρα ακανόνιστη ως το τέλος που κανοναρχούσε ωστόσο τις ζωές των άλλων, μ' όλες
τις δικές τους απόπειρες διαφυγής:
"Γιατί
το λέω εγώ και θα το κάνεις." Αυτό ήταν. Τελείωσε.
Κι είτε είσαι στην Κρήτη είτε
στον ορεινό όγκο της Πίνδου -γιατί θα μπορούσε και στην Ήπειρο χώρα να είναι
ίδια η αίσθηση. Η πέτρα είναι που γίνεται το νήμα. Αυτή η αξόδευτη δύναμη που
γίνεται πέτρα, αφού δεν μπορεί να σταθεί ως νερό:
"Η
αξόδευτη δύναμη ποτίζει τις μικρές κλειστές ορεινές κοινωνίες. [...]
Φτιάχνοντας ένα γεγονός εκεί, φτιάχνεις κάτι συνώνυμο με το τελειωτικό. [...] Δεν
έχει την ίδια αξία να χορέψεις αλλού, και να χορέψεις εκεί. να
διηγηθείς αλλού και να διηγηθείς εκεί. να σκοτώσεις αλλού, και να
σκοτώσεις εκεί"
Και έπειτα ο χρόνος. Μια
συνύφανση να συντελείται διαρκώς, το τώρα, το προαιώνιο, το πριν. Ό,τι ζούνε,
ό,τι έχει αγαλματώσει ως ζωή, ό,τι έχουν ήδη ζήσει. Υφαντό. Ένα αδιάκοπο μπρος
πίσω, όπως σαΐτα αργαλειού, μπρος πίσω, τα πριν τα τώρα, τα τώρα τα πριν,
ανάκατα και όμως υφαντό τέλειο, γιατί "η φύση το ξέρει καλά πως δεν υπάρχει χρόνος πάρεξ διάρκεια". Και
πως "είναι τόσο πλεγμένα το ένα
μέσα στο άλλο το πρώιμο και το ώριμο μαζί", όπως στον κόσμο των
δέντρων δεν ξεχωρίζει ο χρόνος παρά μονάχα στους δακτυλίους του μαρτυρείται η συμπύκνωση του όλου:
"Η
μητριγιά τους έκανε τέσσερα παιδιά. Γίναν όλα μαζί δώδεκα. Ζύμωνε η μητριγιά κι
έκανε δώδεκα ψωμιά. Κι ένα κουλουράκι. Γιατί είχε ένα γιο -τρεις κόρες,
Ευτέρπη, Μαρίκα και Κατίνα, κι ένα γιο -κι έκανε ένα κουλουράκι για το μικρό,
το Μιχάλη. Όταν έχεις μικρό παιδί, του κάνεις ένα κουλουράκι, έτσι για να του
πεις "σου' κανα ένα κουλουράκι". Μπαίνουν
μέσα η Αλεξάνδρα με τον Αναστάση και βλέπουνε το Μιχάλη να τρώει το κουλουράκι.
Την λέει ο Αναστάσης: "Αλεξάνδρα, εμένα δε μου έκανε κουλουράκι;"
"Δε σου έκανε. Εσύ θα φας ψωμί."
Και μέσα στο δέντρο αυτό της μιας
ιστορίας, της μιας οικογένειας, όλος ο μικρόκοσμος ενός τόπου και ενός διαρκούς
χρόνου, τα χώματα και ο άνεμος των πολλών που έρχονται και συνυπάρχουν θες δε
θες, ιστορίες εγκιβωτισμένες, των άλλων οι ιστορίες που βρίσκονται δίπλα τους,
που χρωματίζουν με τη σειρά τους το ίδιο αυτό υφαντό, με κλωστές, τις
περισσότερες φορές μαύρες κλωστές, όπως αγγεία μελανόμορφα που σε μια στιγμή
σπάνε κι ανασύρονται τα θραύσματά τους, όστρακα που ζωντανεύουν και αφηγούνται την
ιστορία μέσα στην ιστορία, θρύλοι και κάποτε μύθοι κι όλα αυτά που
συντελέστηκαν σε ένα χρόνο που φαίνεται πλέον επίπεδος, η χρονογραμμή της μια ζωής
των όλων και του μαζί, ο Κίκης, ο θεότρελος, ο παπα-Γιάννης και οι λίρες, ο
Γεωργαράς και ο χωροφύλακας, ο Κατσιφάρης ο Ασιθιανός, ο δικηγόρος, η γυναίκα
του και το μοναδικό παιδί τους, ο τάδε από τα Λιβάδια, οι καλόγριες του Αγίου
Νεκταρίου, η μια Κουνάλη, η Καντρογιάνναινα, οι Γερμανοί και οι πατάτες, η
γουρούνα η ζωντανή από το κάψιμο του χωριού, οι παντόφλες οι κακοτερένιες, ο
τρύγος, το λιομάζωμα, το άμα τελειώσει ο πόλεμος, ο Πετρακογιώργης οι
εικοσιπέντε αντάρτες του, η Τασούλα που την έκλεψε ο Κεφαλογιάννης, τα αυτιά
που τα τρυπούσαν με το Χριστός Ανέστη, το μετά τον αρραβώνα που ο
αρραβωνιαστικός ξυπνούσε τη νύφη, το μετά τον αρραβώνα που η κοπέλα θα κοιμηθεί
με τον αρραβωνιαστικό της, έθιμα και αφηγήσεις πρόδρομες και ανάδρομες, μπρός
πίσω, συνυφαίνονται όμως, καθώς συνυπάρχουν μέσα στον πραγματικό χρόνο όλων
τους και αποτυπώνονται ως μνήμη πλέον κοινή. Μια μνήμη από την οποία
συναποτελούμαστε είτε συμμετέχουμε με τρόπο άρρηκτο είτε και όχι:
"Η
μνήμη, κι όταν ακόμα δεν είναι ζωντανή, [...] δεν χάνεται, ούτε χαλνά. Υπάρχει
μια μνήμη που δεν την συγκρατούμε. Μια μνήμη που τη δεχόμαστε και που τη μεταφέρουμε.
Την κουβαλάει καθένας μέσα στο φυσικό του. [...] Ζώντας πλάι στους ανθρώπους
δεχόμαστε τη μνήμη τους. Άθελα, ασυναίσθητα, τελούμε τελετές μνήμης"
Κομμάτι ατόφιο μνήμης, το στημόνι
και το λαγήνι του πηγαδιού την ίδια ώρα, η ενδοχώρα της Αλεξάνδρας, ένας κόσμος
ασίγαστος όπως το νερό, σιωπηλός όπως η πέτρα, ανθοφόρος την ίδια ώρα όπως η
παρακάτω κρύπτη. Κρύπτη που μοιάζει κιβωτός:
"Ο
Γιάννης αγαπούσε πολύ τ' αυγά. Είχανε κότες, αλλά η μητριγιά μάζευε τ' αυγά για
τα δικά της τα παιδιά, που ήτανε μικρά. Η Αλεξάντρα έκλεβε πού και πού κανένα
αυγό, και είχε μια βαλίτσα με το εργόχειρο που κεντούσε και τα έβαζε εκεί μέσα,
άμα έρθει ο Γιάννης να του τα ψήσει να τα φάει". "[...] Πήγε να βαφτίσει ένα παιδί και πέσανε οι Γερμανοί να κάψουν το χωριό. [...] δεν τον ξανάδανε. [...] Το μόνο που έγινε ήταν ότι πολλά χρόνια μετά πήγε ένας χωροφύλακας στο σπίτι και είπε του Στρατοβασίλη: "Κύριε Ξυλούρη, θα υπογράψετε σ' αυτό το χαρτί, γιατί πρέπει να παίρνετε μια σύνταξη." Κι από εκεί
βεβαιωθήκανε ότι δεν υπάρχει πια Γιάννης. Η Αλεξάντρα συνέχιζε να φυλάει αυγά.
Άμα μπαγιαντεύανε, τα πήγαινε και τα πούλαγε για να αγοράζει κλωστές, να τις
έχει να κεντά, και κρατούσε πάντα φρέσκα αυγά για όταν θα ερχότανε ο
Γιάννης"
Ανακαλείται τώρα η ομοιότητα ενός
Λόγου Κοινού -και μιας πράξης Κοινής. Στο Μεσόβουνο της Δυτικής Μακεδονίας,
χωριό που σφαγιάστηκε δυο φορές από τους Γερμανούς, μια γυναίκα, παιδί τότε,
γερόντισσα τώρα, μαρτυρεί: "Από τότε την πόρτα δεν τη σφράγισα ούτ' ένα
βράδυ. Μην έρθει κάποιος τους και βρει την πόρτα του σπιτιού του κλειστή".
Πάνε 78 χρόνια από τότε.
Σύρεται, ειπώθηκε, ο λόγος ως την
καταγραφή της λαλιάς. Με τον τρόπο κάποτε ενός παιδιού, με τις δικές του απλές
λέξεις μπροστά στο θαύμα:
"Όταν
μεγαλώσει πολύ [ο μεταξοσκώληκας] αρχίζει να τραγουδάει. Κάνει ένα παράξενο
θόρυβο και είναι πάρα πολύ όμορφο"
Και την ίδια ώρα στην αλληγορία
να μεταπηδά της γραφής με τρόπο υπόσκαφο σχεδόν:
"Το
κουκούλι γίνεται σκληρό σαν την ούγια του πανιού, μόνο που έχει τη γλύκα του
μεταξιού και το δικό του χρώμα. Φτιάχνοντας το μετάξι, ο σκώληκας φαγώνεται και
μένει μόνο η ψυχή, πεταλούδα"
Τη ζωή του φτιάχνοντας ο σκώληκας
φαγώνεται και είναι τούτο που μένει μόνο από το ξόδεμα αυτό. της
γραφής του η ψυχή και η δική του.
Κι από την άλλη, το κουκούλι
σκληρό απ' έξω -ούγια του πανιού- με τη γλύκα του μεταξιού όμως και το δικό του
χρώμα για κείνον που αγνοήσει τον φλοιό και δει μέσα, καταμέσα. Αλληγορία όχι
μονάχα της γραφής μα και της αγάπης ίσως.
"Όταν
μεγαλώσει αρκετά και μεστώσει, στο μπάσιμο του καλοκαιριού" και στην ώρα της ώρας, τότε "αρχίζει να φτιάχνει το κουκούλι
του", "με μεγάλη ησυχία" "γυρίζει γύρω-γύρω, αφήνοντας πίσω
του την κλωστή, μέχρι που να κλειστεί μέσα"
Η κλωστή. νήμα και
λαβύρινθος την ίδια ώρα. Αριάδνη και Θησέας την ίδια ώρα. Κατέχεις και δεν
κατέχεις την έξοδο. Και ίσως έξοδος να είναι αυτή η παραμονή στο σκληρό
κουκούλι. το γλυκό σα μετάξι μέσα. Εκεί όπου συμπυκνώνεται το όλον
της ψυχής. Το "θέλω", το "θα 'θελα", το "μπορώ",
το "δεν μπορώ" της. Όπως ακριβώς στο κουκούλι των μικρών κλειστών
κοινωνιών:
"Στις
μικρές κλειστές κοινωνίες, όπου η δυνατότητα είναι απαγορευμένη και η
πρωτοβουλία, για να υπάρξει, πρέπει να μετοικήσει, όπου εκείνο που συμβαίνει
δεν είναι παρά εκείνο που θα μπορούσε να συμβεί, οι άνθρωποι αυτοί ζουν ένα
απαρομοίαστο τέντωμα της ψυχής και μέσα απ' αυτό πετυχαίνουν να εκφράσουν πράγματα
που δεν μπορούν να ζήσουν"
Και αυτή η παραμονή στο κουκούλι γεννά
αυτή την πολύτιμη αίσθηση του ελάχιστου που' ναι ζωογόνο μέσα στο λίγος του, αυτής
της ατόφιας λεπτομέρειας πάνω από την οποία στέκεσαι, θαυμάζεις και
γονυκλινείς, και που γίνεται η πηγή για κείνο που λέμε μεράκι ή και saudade σε άλλες κοινωνίες, κάτι μεταξύ
πέτρας και νερού επίσης, μελαγχολίας και λαχτάρας, που κάποτε ανθίζει
κιόλας:
"Ωστόσο
αυτό τους χαρίζει μια ιδιαίτερη αίσθηση για το καθετί, αυτό που λένε μεράκι,
μια ιδιαίτερη, αποστομωτική, λεπτότητα για να μεταχειρίζονται πράγματα που
αλλιώτικα θα φαίνονταν ασήμαντα ή τραχιά, κι αυτοί τούς προσδίνουν ποιότητα και
έξαρση"
Και έτσι, ίσως, ο κόσμος να έχει
εκ προοιμίου μοιραστεί στα δύο. Σ' αυτούς που κουβαλάνε το σύννεφο μέσα στην
κάθε στιγμή τους. Και σε όσους όχι.
"Κι
όμως οι άνθρωποι αυτοί έχουν συλλάβει το όλο. Ακαθόριστα, χωρίς λόγια. Είναι
ένα μεγάλο σύννεφο που έχει καθίσει μες στην ψυχή τους. Το κουβαλάνε κάθε
στιγμή. Και όταν σκέφτονται και όταν ξεχνιούνται. Δεν μπορούν να το φτάσουν,
δεν μιλούν γι' αυτό"
Κλείνοντας τούτη την ανάγκη να
μιλήσω για το flora
mirabilis της
Κλαίρης Μιτσοτάκη [εκδόσεις Το Ροδακιό, 1996], καταγράφω την πιο μετέωρη ενδεχομένως
στιγμή του. Ενδεχομένως και την πιο ακαριαία, καθώς τίποτα πριν και τίποτα το
μετά δε συγκρίνεται με την επιγραμματική παραμυθία ή και ανθοφορία της:
"Τι
είναι η έμπρακτη αγάπη; Μια μεγάλη πέτρα που τρέχει νερό"
Όλγα
Ντέλλα