Τετάρτη 24 Απριλίου 2019

κομμός Α': Ο Μιχάλης


κομμός Α΄: Ο Μιχάλης

Σε σταμάτησε από μακριά. Μόνο τα νώτα του είδες μες σε βροχή που δυνάμωνε. Μπροστά του η λίμνη. Μια λίμνη που πιο πολύ τη νιώθεις μες σε διαρκή ομίχλη. Κι αυτός μες στην ομίχλη έναν αιώνα τώρα. Ο γλύπτης, Γρηγόρης Ριζόπουλος, κατάφερε να σημαδέψει τη στιγμή του με μια υποβλητική παρουσία, αυτή μιας φωτογραφίας του. Και την ίδια ώρα να υπογραμμίσει την ορειχάλκινη μοναξιά της. Μες σε τέσσερις σειρές χαράχτηκε όλη η ζωή του.  Μες σε τέσσερις στίχους το μοιρολόι του. Η βροχή έπεφτε. Ο άνεμος διέλυε τις ομπρέλες. Ο Μιχάλης κοιτούσε. Ο πρόχειρος φακός ενός κινητού ενστικτωδώς τον κράταγε, για να τον ανασύρει μετά. Τον ανέσυρε.



Ο Μιχάλης γεννήθηκε στην Άση Γωνιά Χανίων το 1889. Στα 17 του χρόνια, το 1906, ανεβαίνει ως εθελοντής στον Μακεδονικό Αγώνα, στο σώμα του Παύλου Γύπαρη. Στα 23 του ως Υπαρχηγός στο εθελοντικό σώμα του Παύλου Γύπαρη και στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1912-1913. Εδώ και τραυματίστηκε στις 19-10-1912 στη μάχη της Καλλιστράτης, στην Κοζάνη. Φεύγει ως υπαρχηγός στο εθελοντικό σώμα του οπλαρχηγού Ιωάννου Βρανά για τη Χίο, συμμετέχει στην απελευθέρωσή της (11/11 έως 21/12 1912), επιστρέφει. Ακολουθεί ο Ελληνοβουλγαρικός πόλεμος, τον βρίσκει να μάχεται ως Αρχηγός εθελοντικού σώματος υπό τον Γεώργιο Τσόντο Βάρδα (16/06 έως 28/07/1913) στο Κιλκίς, στις Σέρρες. Στα 25 του ο ίδιος ως Αρχηγός εθελοντικού σώματος στον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα του 1914 στην περιοχή Κορυτσάς. Εκεί και έπεσε μαχόμενος στις 24 Απριλίου 1914 κατά τη μάχη της Νικολίτσας. Δεν επέστρεψε ποτέ στην Κρήτη.





"Στου Μίνωα τη γη, ξένε, σαν πας
και το τραγούδι ακούσεις του ριζίτη,
πες τους στην Κορυτσά απόμεινα,
φρουρός στην Ήπειρο, τιμή στην Κρήτη"


Ο Μιχάλης στέκεται κοιτώντας προς τα βουνά εκείνα που έμεινε το επίγειο σώμα του. Το σώμα της ψυχής του, όμως, ίσως και να ταξίδεψε στην Κρήτη. Ίσως και ν' αντάμωσε όλους αυτούς που χαιρέτησε και αποχαιρέτησε για πάντα, εκείνη τη χρονιά που ανέβηκε στη Μακεδονία. Ο τάφος του και τα οστά του κάπου χαμένα μες στα βουνά όπου τα σκόρπισαν όταν τον σκότωσαν. Αυτό το άγαλμα έχει και θέση μνήματος, για τούτο και οι συγγενείς του, όταν ανέβηκαν από την Κρήτη, έριξαν χώμα γύρω του, χώμα απ' την πατρίδα του, χώμα από το χωμάτινο πάτωμα του έρημου πια σπιτιού του. Χώμα που περπατούσε σαν ήταν παιδί. Κι έναν αζίλακα, δέντρο της πατρίδας του, που εδώ δεν υπάρχει. Να' ναι κοντά του, όπως μόνο τα δέντρα μπορούν και είναι κοντά στους ανθρώπους.

Σε σταμάτησε η ακίνητη τούτη μορφή από μακριά. Σα να μην ήταν ακίνητη. Σα να ταξίδευε. Είχε πολλούς λόγους να το κάνει. Σε σταμάτησε να γνωριστείτε. Και τον γνώρισες. Να μάχεται όπου και εσύ περπατάς, όπου και για σένα ήταν πατρίδα και όπου και τώρα είναι. Τον Μιχάλη μόλις τον γνώρισες. Όμως, έχεις τη βεβαιότητα πως είναι η αρχή μιας φιλίας, με τον τρόπο που κατανοούν οι αναγνώστες του Ομήρου, του Σαίξπηρ, του Παπαδιαμάντη, του Λεμπέση ή του Θεόφιλου. Του Χατζιδάκι. 

Σήμερα, ίσως περισσότερο από ποτέ, η συλλογική μνήμη είναι διάτρητη από σκοπιμότητες πολιτικές και συγκεκριμένες πολιτικές πράξεις που οδηγούν σε μια ολοσχερή συλλογική λήθη. 

Τούτες τις μέρες και για μια ακόμη φορά έχουμε κατακλυστεί από τα ράφια των υποψηφίων που επιδιώκουν μια θέση στη δική τους αθανασία -όχι, δεν είναι όλοι στο ίδιο καζάνι, ασφαλώς. Ωστόσο, οι θυσίες δεν είναι το must των ημερών ούτε και το in τους. Μια εφιαλτική αγοραπωλησία ψήφων, η κατίσχυση του φαίνεσθαι, η αλαζονεία και η εμφραγματική ρηχότητα, μια ακατάσχετη διαδικτυακή φλυαρία μέσων ακοινωνικής δικτύωσης, μια κουφόβραση που δεν οδηγεί σε καμία βροχή, μόνο θλίψη μπορούν να γεννήσουν και απογοήτευση, εκ θεμελίων όμως. 

"Η ιστορία" είπε ένας από τους απογόνους του Μιχάλη, ο Ιωάννης Γ. Μελαδάκης, ανήκει σ’ αυτούς που τη γράφουν με τις πράξεις και εν ανάγκη με το αίμα τους και ο Καπετάν Μιχάλης Μελαδάκης είναι μέρος της ιστορίας μας, γραμμένης με το αίμα του". Αναρωτιέμαι, στ' αλήθεια, -ερώτημα ρητορικό και άρα αναπάντητο, καθώς προφανέστατη η θέση του- αν εις από όλους αυτούς που επιδιώκουν να εισέλθουν σε αυτή την εφήμερη ιστορία της Ιστορίας μας, έχει κάπως και κάτι από αυτή την αυτοθυσία τούτων των λησμονημένων ηρώων. "Γιατί είναι άλλο να δίνεις ό,τι έχεις και άλλο να δίνεις ό,τι είσαι", όπως πάλι ο ίδιος είπε.


Το 2012 το άγαλμα αυτό στήθηκε στο μώλο της λίμνης των Ιωαννίνων, δίπλα και πολύ σωστά στον Λορέντζο Μαβίλη. Ήταν Μάιος όταν ανέβηκαν συγγενείς και συγχωριανοί του μαζί με τους Γιαννιώτες για αυτή την τελετή. Δεν ξέρω αν παρευρέθηκαν και άλλοι, άνθρωποι των τόπων όπου πολέμησε ως εθελοντής για αυτούς. Δεν ξέρω αν βρέθηκαν και άλλοι Έλληνες που πολέμησε για την ελευθερία τους. Σε αυτή τη στιγμή ο Ιωάννης Γ.Μελαδάκης, είπε τα παρακάτω, που σημειώνονται μόνο και μόνο για την υπογράμμιση της στιγμής και για την αλήθειά τους:

«Τα μνημεία δεν είναι ψυχρά αντικείμενα, είναι ζωντανοί οργανισμοί στον ιστό της πόλης. Επικοινωνούν, συνδιαλέγονται και παίρνουν ζωή όχι μόνο με το όνομα που φέρουν, αλλά κυρίως με το έργο και τις πράξεις τους. [...]
Γεννήθηκε στην Αση-Γωνιά Χανίων στα 1889. Εζησε παιδί στο ταραγμένο κλίμα των ύστερων ξεσηκωμών του κρητικού λαού εναντίον του Τούρκου και μετά αντάρτης με τους αντάρτες στα 17 του, περνά την εφηβεία και ανδρώνεται μαθαίνοντας την τέχνη του αντάρτικου αγώνα στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας, όπου λημέριαζε εκεί στα 1906 – 1907 πολεμώντας Τούρκους και Βούλγαρους μέσα στην Τουρκιά.
     Και μετά στα 23 του, αυτός ο ικανός των ειδικών δυνάμεων της εποχής, υπαρχηγός εθελοντικού σώματος, να προηγείται του Στρατού κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1912, να ’ναι δηλαδή πρόσκοπος με ειδική αποστολή και να τραυματίζεται με διαμπερές τραύμα στήθους τον Οκτώβριο του 1912 σε μάχη με τους Τούρκους πριν την Κοζάνη.
     Κι ύστερα από έναν μήνα να τον βρίσκουμε να πολεμά στη Χίο, πάλι ως υπαρχηγός εθελοντικού σώματος. Παρ’ ό,τι λαβωμένος δεν μπορούσε να περιμένει, στη Χίο υπήρχαν δυσκολίες, η Τουρκία ήταν δίπλα, αλλά και παρούσα και τα οχυρωματικά έργα των Τούρκων δυνατά, έπρεπε να βοηθήσει. 
     Και μετά στα 24 του, έμπειρος πλέον Καπετάνιος, με δικό του ασκέρι, να συμμετέχει εθελοντικά εναντίον των Βουλγάρων στον δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο και στο Κιλκίς και στη Δράμα και στα Πορόια Σερρών και στο Νευροκόπι.
     Κι ύστερα να παίρνει ξανά την ανηφόρα και προβεβλημένος πλέον αρχηγός να φθάνει στη Βόρειο Ηπειρο, επικεφαλής των εθελοντών ανταρτών της επιλογής του και να συμμετέχει, εκεί αρχές του 1914, στον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα, αρνούμενος τα πιστοποιητικά καλής διαγωγής και υπακοής, αλλά και αποχής από τον αγώνα αυτόν, όπως απαιτούσαν οι Ευρωπαίοι. Και εκεί στα 25 του, πολεμώντας ´μπέτη με μπέτη´, παράτολμα και γενναία, σκοτώνεται σε μάχη κοντά στην Κορυτσά.
     Η σορός του περιέχεται στα χέρια των αντιπάλων Αλβανών, φωτογραφίζεται και στη συνέχεια το πτώμα του κατακρεουργείται και αφήνεται άταφο βορά στα όρνεα και τα άγρια του δάσους.
    Αυτός ήταν ο βίος του καπετάν Μιχάλη. Βίος σύντομος, περιπετειώδης, ηρωικός, αξιοσημείωτος για τον ιστορικό και ίσως παράξενος για μας σήμερα. Μερικοί μάλιστα να είπαν τότε ή να πουν σήμερα ´πήγαινε γυρεύοντας´. Αυτός όμως δεν πολέμησε γι’ αυτούς.
Πολέμησε για να γίνει ελεύθερο εκείνο το δούλο Ελληνικό κομμάτι το πάνω από τη Μελούνα και να ενωθεί με το άλλο τρανό κομμάτι, κείνο που μας χάρισε η επανάσταση του 1821.
Πολέμησε να γίνει το Αιγαίο Ελληνικό, να το υμνούν οι ποιητές μας και να το τραγουδούν οι τραγουδιστάδες μας, να απλώνουν τα δίχτυα τους οι ψαράδες μας να θρέφουν τις φαμίλιες τους και τα νησιά του να ’ναι Ελληνικά, μια γαλάζια ζωγραφιά γεμάτη ελιές, πέτρες, ήλιο και φως.
Πολέμησε για την Εκκλησία, το ράσο του παπά, την πίστη του ραγιά. Πολέμησε για την Ελληνική σημαία κείνη που ευγνώμονα τον καλύπτει τώρα. Πολέμησε για τον Κοζανίτη να μαζεύει ελεύθερος τον κρόκο του, τη νέα της Φλώρινας λεύθερη να ’ναι και να παντρεύεται στον Αγιο Αλίλλειο στις Πρέσπες, τους Χιώτες να ’ναι ελεύθεροι το ούζο τους να πίνουν στην παραλία και να κουβεντιάζουν για καράβια, θάλασσες και Χιώτες καπεταναίους, τους κατοίκους στο Νευροκόπι να ’ναι ελεύθεροι και γύρω από τη σόμπα τον χειμώνα να μιλούν για θερμοκρασίες κάτω του μηδενός, τον Δραμινό να παραμένει Μακεδόνας και να ’ναι λεύτερος στο δικό του βουνό το Φαλακρό, σα θελήσει, να κάνει σκι τον χειμώνα ή πεζοπορία το καλοκαίρι και τον Ηπειρώτη λεύτερος να ’ναι και κείνος να χορεύει τους πατροπαράδοτους χορούς του.

Και πολέμησε χωρίς μισθό, χωρίς υπερωρίες, χωρίς να παίρνει επίδομα κατοχής όπλου ή επίδομα «επικινδύνου εργασίας».
Ο Καπετάν Μιχάλης δεν διετάχθη να πολεμήσει. Δεν ήταν στρατιώτης.
Ο Καπετάν Μιχάλης δεν υποχρεούτο να πολεμήσει. Δεν κινδύνευε ο τόπος του.
Ο Καπετάν Μιχάλης επέλεξε να πολεμήσει. Ηταν εθελοντής. Και πολεμούσε εθελοντικά, ξανά και ξανά, οκταετία ολόκληρη. Γιατί όταν επιδιώκεις τη λευτεριά, όπως εκείνος, δεν ξεδιαλέγεις τυράννους, μα τους πολεμάς όλους γιατί ούλοι το ίδιο είναι.

Συμμετείχε εθελοντικά σε όλα τα εθνικά προσκλητήρια και μ’ αυτή του τη συμμετοχή υπηρέτησε και εξύψωσε τις ιδέες της συμπαράστασης, της αλληλεγγύης, της φιλοπατρίας και της αυτοθυσίας.
Γιατί είναι άλλο να δίνεις ό,τι έχεις και άλλο να δίνεις ό,τι είσαι.

Με κινητήριες δυνάμεις τo θάρρος και την αποφασιστικότητα, η αγάπη του για την πατρίδα τον οδήγησε σε μία ανιδιοτελή, γενναιόδωρη και μαχητική στράτευση, σε πράξεις ηρωισμού μεγάλης ηθικής αξίας και εν τέλει σε αυτοθυσία κορυφαίου μεγαλείου.

Και η μάζωξη; Τα μέσα για τον σκοπό; Η εκκίνηση; Η πορεία για τον τόπο του καθήκοντος; Τα άγνωστα μέρη; Οπου βρέχεσαι, κρυώνεις, πεινάς, κρύβεσαι, κινδυνεύεις, μυρίζεσαι τον θάνατο, πολεμάς εχθρούς σε έναν αντάρτικο πόλεμο χωρίς έλεος, όπου δεν απελευθερώνεσαι εσύ, ελευθερώνεις σκλάβους Ελληνες. Αυτές τις παράτολμες πράξεις σε ποια λογική να τις βάλεις; Ποια φωνή; Ποια εντολή; Ποια εξουσία επέβαλε αυτή τη συμπεριφορά; Ήταν το προσκλητήριο της ιστορίας; Ηταν οι άρρηκτοι δεσμοί του Ελληνικού βορρά με τον νότο και η αμφίδρομη προσφορά των κατοίκων που αποτελεί παγιωμένη πρακτική; Ηταν η φωνή της εθνικής του αξιοπρέπειας που δραστηριοποίησε την ιστορική του μνήμη και κρίση και πέρασε τον Καπετάν Μιχάλη Μελαδάκη στην πρωτοπορία; Οποια κι αν ήταν η εσωτερική φωνή με το μεγάλο ηθικό βάρος και τη δύναμη της επιβολής ο Καπετάν Μιχάλης Μελαδάκης την ακολούθησε και έγραψε ιστορία.

Η ιστορία ανήκει σ’ αυτούς που τη γράφουν με τις πράξεις και εν ανάγκη με το αίμα τους και ο Καπετάν Μιχάλης Μελαδάκης είναι μέρος της ιστορίας μας, γραμμένης με το αίμα του.

 Οταν αγνοείς μια τέτοια θυσία, όχι απλά δεν είναι δίκαιο ιστορικά, είναι βλαβερό για το έθνος, γιατί το δικαίωμα να αγνοεί κανείς ήρωες γενναίους δεν υπάρχει. Παρ’ όλα αυτά, κανένας δάσκαλος δεν μίλησε ποτέ στους μαθητές του για τον οπλαρχηγό Μιχάλη Μελαδάκη και κανείς ποιητής δεν αφιέρωσε λίγη από τη σοφία του για κάποιες αράδες από λέξεις για κείνον.

Αυτός ήταν ο οπλαρχηγός Μιχάλης Μελαδάκης και έτσι εθελοντικά μαχόμενος έπεσε υπέρ πατρίδος στην πιο ψηλή κορφή της νιότης του, ωραίος μέσα στων 25 χρόνων την ορμή.

Και ο θάνατός του είναι πάνω από κάθε ηρωισμό και από κάθε γενναιότητα. 
Γιατί δεν ήταν ήρωας εξ ανάγκης. 
Γιατί δεν ήταν γενναίος από περιστάσεις"

Αυτά είπε ο Ιωάννης Μελαδάκης, συγγραφέας της βιογραφίας του Μιχάλη που κυκλοφορεί με τον τίτλο "Θυσία στο όνειρο".

24 Απριλίου 2019
Όλγα Ντέλλα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου